Την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, τη στήριξη των νέων ζευγαριών και την ενίσχυση της πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση, πρότεινε ο Νίκος Ανδρουλάκης, μιλώντας στο ραδιόφωνο του Σκάι.
Ο υποψήφιος για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ είπε πως «ζούμε μια τεράστια περιπέτεια με την πανδημία, η οποία έρχεται να προστεθεί στη μεγάλη οικονομική κρίση. Είναι κρίσιμο το πώς θα αξιοποιήσουμε τα 70 δισ. ευρώ που έρχονται στη χώρα για να έχουμε αλλαγή σελίδας στην οικονομία και στη ζωή των Ελλήνων. Να συζητήσουμε πώς θα αξιοποιήσουμε σωστά αυτούς τους πόρους, ώστε να μειώσουμε τις κοινωνικές ανισότητες και να δώσουμε περισσότερες ευκαιρίες στη νέα γενιά».
«Αυτό που έχουν ανάγκη οι πολίτες είναι να δουν αν η Δημοκρατική Παράταξη και η κεντροαριστερά, η Σοσιαλδημοκρατία που εγώ πιστεύω ότι πρέπει να είναι το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα, έχει απαντήσεις για τα σημερινά και τα αυριανά προβλήματα του ελληνικού λαού», επεσήμανε ακόμη.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε σε δύο από τα μεγαλύτερα, όπως τα χαρακτήρισε, προβλήματα των νεότερων γενεών, το δημογραφικό και την οικονομική κατάσταση των νέων ζευγαριών. Αντιπαρέβαλε, μάλιστα, τις επιλογές της ελληνικής Κυβέρνησης με το παράδειγμα της Πορτογαλίας, η οποία κατευθύνει 2,7 δισ. ευρώ από τα δάνεια της ΕΕ στο χτίσιμο 6.800 κοινωνικών κατοικιών σε μεγάλες πόλεις, προκειμένου τα νέα ζευγάρια να έχουν περισσότερες δυνατότητες να μεγαλώσουν τις οικογένειές τους. Επίσης, στοχεύοντας στην καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, χτίζει 15.000 κλίνες σε Πανεπιστήμια προκειμένου να την πρόσβαση στην εκπαίδευση σε νέους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα. «Αυτά γίνονται στην Ελλάδα;» διερωτήθηκε και υπογράμμισε πως «αυτά θέλω να συζητήσουμε. Αυτό είναι για μένα το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας».
Απαντώντας σε ερώτημα σχετικά με το εάν κινδυνεύει η ενότητα της παράταξης, ο κ. Ανδρουλάκης τόνισε ότι «αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να αφορά εμένα, διότι εγώ το απέδειξα το 2017. Πέρασα στον δεύτερο γύρο των εκλογών και έμεινα παρόλο που το αποτέλεσμα ήταν αυτό που όλοι γνωρίζετε. Στήριξα τη Φώφη Γεννηματά στην προσπάθειά της και θεωρώ ότι το ίδιο πρέπει να κάνουν όλοι οι συνυποψήφιοι μου και να έχουμε δημοσίως δέσμευση για αυτό που λέμε». Όπως είπε, ο ίδιος παρέμεινε στο ΠΑΣΟΚ και όταν το έλεγαν Ελιά, Δημοκρατική Συμπαράταξη ή Κίνημα Αλλαγής, «έχω αποδείξει με τη μέχρι σήμερα πορεία μου ότι δεν πρόκειται να φύγω από την παράταξή μας. Ήμουν πάντα εδώ».
Τόνισε μάλιστα ότι ενόψει των εκλογών της 5ης Δεκεμβρίου, το σημαντικό είναι «να συζητάμε για το μέλλον, όχι για πράγματα που έχουν πληγώσει στο παρελθόν την παράταξη και που την έφεραν από το 45% στα σημερινά ποσοστά και σε χειρότερα παλαιότερα».
Υπενθύμισε ακόμη την πρότασή του προς την ΕΔΕΚΑΠ για τη διεξαγωγή δύο ντιμπέιτ πριν τον πρώτο γύρο των εκλογών και ενός ακόμη πριν τον δεύτερο, «ώστε να αναπτυχθεί μια πολιτική και ιδεολογική συζήτηση, που να βοηθήσει τον κόσμο να κατανοήσει τι εκπροσωπεί ο καθένας μας και να διεγείρει περισσότερους δημοκρατικούς πολίτες να συμμετάσχουν σε αυτή τη διαδικασία».
Ως προς την εξέλιξη της πανδημίας και του εμβολιαστικού προγράμματος, ο κ. Ανδρουλάκης υπογράμμισε ότι «η κυβέρνηση δείχνει τεράστια ατολμία. Είδαμε ότι ακόμη και η Ιερά Σύνοδος είναι πιο τολμηρή από τον κ. Μητσοτάκη», ο οποίος όταν γίνεται κάτι θετικό θέλει να το πιστωθεί ο ίδιος, αλλά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά στέλνει τις ευθύνες στην κοινωνία.
Όπως επισήμανε, «τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ κλείνουν εδώ και μήνες το μάτι σε διάφορα ακροατήρια. Από τον κ. Πολάκη, που έκλεινε το μάτι στους αντιεμβολιαστές, λέγοντας ότι δεν είμαστε σίγουροι για τις επιδράσεις των εμβολίων, στον κ. Τσίπρα που δεν κολλούσε στις πορείες και στον κ. Μητσοτάκη που δεν κολλάει στις εκκλησίες».
«Αυτό είναι μικροκομματισμός και μικροπολιτική. Η ανθρώπινη ζωή είναι πάνω από οποιοδήποτε πολιτικό κόστος. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι θα θρηνούμε, χωρίς να κάνουμε τίποτα, 50 συνανθρώπους μας κάθε μέρα», χαρακτηρίζοντας «άτολμες και καταστροφικές για την προσπάθεια που πρέπει να κάνει η χώρα» τις αποφάσεις της κυβέρνησης.
Επαναλαμβάνοντας τη θέση του ότι κάθε δημόσιος λειτουργός που έρχεται σε επαφή με το κοινό θα πρέπει να είναι εμβολιασμένος, επισήμανε, τέλος, πως «είναι παράλογο να ελέγχονται οι πολίτες για να μπουν σε κλειστό χώρο, να μη γνωρίζουμε αν είναι εμβολιασμένος αυτός που μας σερβίρει».