Quantcast

Νέα τροπολογία του ΚΙΝΑΛ στο νομοσχέδιο για τις συναθροίσεις – Προτείνει πέντε αλλαγές

ΕΧΕΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΥΠΕΡΨΗΦΙΣΕΙ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ

Νέα τροπολογία για το νομοσχέδιο για τις συναθροίσεις κατέθεσε σήμερα η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΙΝΑΛ.

Το Κίνημα Αλλαγής προτείνει πέντε αλλαγές στο νομοσχέδιο. Σε αυτές προτείνεται όπως οι διατάξεις του νομοσχεδίου «δεν εφαρμόζονται σε συναθροίσεις που οργανώνονται από πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή και από τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις», να ««απαγορεύεται η χρήση χημικών για τον περιορισμό, την απαγόρευση ή τη διάλυση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων εκ μέρους της αρμόδιας αστυνομικής αρχής»». Παράλληλα το ΚΙΝΑΛ προτείνει «όσοι στο πλαίσιο συνάθροισης διαπράττουν πράξεις που προκαλούν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας άλλου, ευθύνονται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν τη βλάβη αυτή»

Υπενθυμίζεται ότι το ΚΙΝΑΛ έχει ανακοινώσει ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο, παρά το γεγονός ότι τέσσερις βουλευτές του έχουν εκφράσει ενστάσεις, υπογραμμίζοντας όμως ότι θα πειθαρχήσουν στην κομματική απόφαση.

Ολόκληρη η επιστολή:
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις»

Θέμα: Κατάργηση της διάταξης για αστική ευθύνη του οργανωτή συνάθροισης και λοιπές βελτιώσεις

Αιτιολογική Έκθεση

Άρθρο 1: Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του υπό συζήτηση σχεδίου νόμου καθιερώνει γενική αστική ευθύνη του οργανωτή μίας συνάθροισης, δίχως να απαιτείται να επικαλεσθεί ο ενάγων συγκεκριµένη παράβαση η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια µε τη βλάβη που προκλήθηκε. Εισάγει μία οιονεί εγγυητική ευθύνη του οργανωτή για όλες τις πράξεις που ενδεχομένως τελεσθούν στο πλαίσιο ή και στο περιθώριο μίας συνάθροισης και στρέφονται εις βάρος της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της περιουσίας κάποιου, ανεξαρτήτως του ποιος τις τέλεσε.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο οργανωτής μίας συνάθροισης βαρύνεται με υπέρμετρο μερίδιο ευθύνης και δη γενικής και αντικειμενικής, χωρίς τον αναγκαίο κατά το δίκαιο αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα σε μία πράξη και τον υπαίτιο αυτής. Είναι σαφές ότι, υπό τις εγγυήσεις του σύγχρονου κράτους δικαίου, η παράβαση των νόμιμων υποχρεώσεων του οργανωτή μιας συνάθροισης δεν μπορεί να συνεπάγεται αντικειμενική ποινική ή αστική ευθύνη του, καθώς κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τις γενικές αρχές της ενοχής και της υπαιτιότητας. Πολλώ δε μάλλον όταν η εισαγόμενη ρύθμιση επιρρίπτει υπέρμετρο βάρος αποδείξεως τον οργανωτή, που καλείται ο ίδιος να αποδείξει ότι είχε τηρήσει όλα τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την αποτροπή της βλάβης.

Προκύπτει, επομένως, με νομική βεβαιότητα, ότι η αντικειμενική αστική ευθύνη του οργανωτή συνάθροισης που εξακολουθεί να περιλαμβάνεται στο υπό συζήτηση σχέδιο νόμου συνιστά μία αδικαιολόγητη ρύθμιση, αντίθετη σε γενικές αρχές του δικαίου, που μάλιστα μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσει σε υπέρμετρο περιορισμό της ίδιας της ελευθερίας συνάθροισης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Συντάγματος.

Οι ανωτέρω παρατηρήσεις επαληθεύονται σε διεθνές επίπεδο, καθώς η Επιτροπή της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης και το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών του ΟΑΣΕ στις «Κατευθυντήριες Γραμμές για την ελευθερία ειρηνικής συνάθροισης» αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «οι οργανωτές συνάθροισης δεν θα πρέπει να θεωρούνται υπεύθυνοι για την παράλειψη εκτέλεσης των καθηκόντων τους, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι ατοµικά υπεύθυνοι, π.χ. ζηµία περιουσιακών αγαθών ή διατάραξη ή βίαιες πράξεις που προκαλούνται από συµµετέχοντες στη συνάθροιση ή θεατές που ενεργούν ανεξάρτητα. […] Αν µια συνάθροιση εξελιχθεί σε σοβαρή δηµόσια διατάραξη, είναι ευθύνη του Κράτους, όχι του οργανωτή, εκπροσώπου ή επιµελητή της συνάθροισης, να περιορίσει τη ζηµία που προκαλείται. Οι οργανωτές και οι εκπρόσωποι της συνάθροισης δεν πρέπει σε καµία περίπτωση να υποχρεούνται να πληρώνουν για ζηµιές που προκλήθηκαν από άλλους συµµετέχοντες σε µια συνάθροιση (εκτός εάν τις υποκίνησαν ή άλλως τις προκάλεσαν άµεσα)».

Τις ίδιες δε διατυπώσεις επαναλαμβάνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, στην από 07.07.2020 έκθεσή της επί του συζητούμενου σχεδίου νόμου, όπου γίνεται ρητά λόγος για προβληματισμό που γεννάται από την καθιέρωση της οιονεί εγγυητικής ευθύνης του οργανωτή της συνάθροιση. Εξ άλλου, και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), στην από 07.07.2020 δήλωσή της παρατηρεί ότι η μετάθεση της ευθύνης για την ομαλή διεξαγωγή της συνάθροισης στον πολίτη-οργανωτή είναι συνταγματικώς μη συμβατή, ενώ στην πράξη μπορεί να καταστεί ισχυρό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάληψη αυτού του ρόλου και έμμεσο περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος. Ανάλογες είναι επίσης οι διαπιστώσεις και της Συντονιστικής Επιτροπής της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Χώρας.

Εξ άλλου, και σε δικαιοπολιτικό επίπεδο, η εισαγωγή της ρύθμισης για αντικειμενική αστική ευθύνη του οργανωτή συνάθροισης απειλεί να καταστήσει προβληματική την εφαρμογή ολόκληρου του νέου ρυθμιστικού πλαισίου. Οι οργανωτές κάθε συνάθροισης μπορούν να οδηγηθούν σε «ομηρία», καθώς η προσωπική τους περιουσία θα τίθεται σε διακινδύνευση. Η απειλή της ευθύνης αποζημίωσης θα επικρέμεται ως «δαμόκλειος σπάθη» πάνω από τους οργανωτές κάθε σχεδιαζόμενης νόμιμης συνάθροισης, με συνέπεια να είναι πλέον πιθανή η προσπάθεια καταστρατήγησης των νέων κανόνων υπέρ αυθόρμητων συγκεντρώσεων, με παράκαμψη γνωστοποίησης και ορισμού οργανωτή.

Με την προτεινόμενη διάταξη σκοπείται η πλήρης απαλειφή της ως άνω προβληματικής ρύθμισης και η επαναφορά των γενικών διατάξεων του αστικού δικαίου που προβλέπουν την ατομική ευθύνη αποζημίωσης εις βάρος του προσώπου που αποδεδειγμένα προκάλεσε τη ζημία.

Άρθρο 2: Στην παράγραφο 1 του άρθρου 10 του συζητούμενου σχεδίου νόμου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την αποδοχή της σχετικής προτάσεως του Κινήματος Αλλαγής, προβλέπεται πλέον η σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την απαγόρευση μίας συνάθροισης. Ωστόσο, με την ίδια διάταξη προβλέπεται ότι αν η ως άνω σύμφωνη γνώμη του δικαστή δεν παρέχεται εντός 24 ωρών από της υποβολής του σχετικού αιτήματος, τότε η αναγκαία σύμφωνη γνώμη θα τεκμαίρεται σιωπηρά.

Με τη διάταξη αυτή εισάγεται αδικαιολόγητα αυστηρό τεκμήριο εις βάρος του συνταγματικού δικαιώματος της συνάθροισης και υπέρ του κατ’ εξαίρεση περιορισμού του. Έτσι εάν π.χ. λόγω υπερβολικού φόρτου εργασίας ή άλλης αιτίας καθυστέρησης δεν υπάρχει έγκαιρη απάντηση του αρμοδίου Προέδρου Πρωτοδικών, δεν θα πρέπει να τεκμαίρεται η συμφωνία του δικαστή με την απαγόρευση της συνάθροισης αλλά με την απρόσκοπτη διενέργεια της συνάθροισης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος της συνάθροισης του άρθρου 11 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, η σύμφωνη γνώμη της δικαστικής αρχής πρέπει να διατυπώνεται γραπτώς και με σαφήνεια και να μην τεκμαίρεται σιωπηρώς, όπως διατυπώνεται και στις σχετικές από 08.07.2020 θέσεις του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.

Με το άρθρο 2 της τροπολογίας σκοπείται η αποκατάσταση της ως άνω αδικαιολόγητης ρύθμισης, με την αντιστροφή του εισαγόμενου τεκμηρίου υπέρ της διενέργειας της συνάθροισης.

Άρθρο 3: Η ανάγκη ρύθμισης της άσκησης του δικαιώματος στη συνάθροιση δεν μπορεί να αφορά ούτε και να καταλαμβάνει την ελεύθερη δράση των πολιτικών κομμάτων. Τα τελευταία, βάσει του άρθρου 29 του Συντάγματος, υπάρχουν και δρουν ως εγγυήσεις ελεύθερης λειτουργίας του πολιτεύματος, η δε ελεύθερη και απρόσκοπτη εκδήλωση και εξωτερίκευση της πολιτικής δράσης τους συνιστά κατ’ ουσίαν αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της δημοκρατικής πολιτείας. Πολλώ δε μάλλον όταν γίνεται λόγος για πολιτικό κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, το οποίο διαθέτει ισχυρό φορτίο δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Ανάλογες είναι οι διαπιστώσεις και στο επίπεδο των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων οι οποίες, λόγω ακριβώς των νόμιμων και καταστατικών σκοπών τους, ως θεσμικών φορέων της εργασίας και των εργαζομένων, μπορούν και οφείλουν να αναλαμβάνουν ελεύθερα πρωτοβουλίες δράσης και έκφρασης γνώμης και διαμαρτυρίας για το σύνολο των ζητημάτων που εμπίπτουν στη δράση τους.

Ανάλογη διατύπωση περιλαμβάνεται, άλλωστε, στην παρ. 2 του άρθρου 131 του π.δ. 141/1991 (Α΄ 58), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 120/2013 (Α΄ 164): «Οι ως άνω περιορισμοί δεν ισχύουν για συναθροίσεις και πορείες που εξαγγέλλονται και διοργανώνονται από πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή και από τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις».

Με την τροπολογία, προτείνεται η ρητή εξαίρεση των κοινοβουλευτικών πολιτικών κομμάτων και των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του σχεδίου νόμου.

Άρθρο 4: Στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 τιυ συζητούμενου σχεδίου νόμου, που αφορά τον τρόπο εφαρμογής της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, που περιλαμβάνει τις περιπτώσεις που δύναται να διαταχθεί η διάλυση μίας δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, αναφέρεται ότι «η αστυνομική ή λιμενική αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί προς τούτο κάθε νόμιμο, πρόσφορο, αναγκαίο και ανάλογο με τις περιστάσεις μέσο». Υπό την παρούσα διατύπωση της παραγράφου 2, δεν υπάρχει μνεία ρητής απαγόρευσης της χρήσης χημικών ουσιών, όπου σύμφωνα με παλαιότερα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη, αλλά και αιτιάσεις-γνωματεύσεις της ιατρικής κοινότητας υπάρχει βάσιμος κίνδυνος πρόκλησης σοβαρών βλαβών στην ανθρώπινη υγεία τόσο των συναθροιζομένων, όσο και διερχόμενων τρίτων που δεν μετέχουν της συνάθροισης, καθώς και των αστυνομικών δυνάμεων που τα χρησιμοποιούν. Η δυνατότητα εκ μέρους της Ελληνικής Αστυνομίας χρήσης χημικών ουσιών έρχεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις προβλέψεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του παρόντος σχεδίου νόμου και δη με την αρχή της αναλογικότητας, όπως κατοχυρώνεται στο εδάφιο δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Αποτελεί δε κίνδυνο κατά της ζωής, ειδικά σε ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού με αναπνευστικά προβλήματα, όπως και σοβαρό κίνδυνο κατά της σωματικής τους ακεραιότητας.

Με την τροπολογία προτείνεται η εισαγωγή πρόσθετου εδαφίου στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου, το οποίο προβλέπει τη ρητή και καθολική απαγόρευση χημικών όχι μόνο κατά την εξέλιξη μίας δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης που τρέπεται σε βίαιη και τίθεται άμεσος κίνδυνος κατά της ζωής ή σωματική βλάβη, αλλά και κατά τον περιορισμό και την απαγόρευση δημοσίων υπαίθριων συναθροίσεων.

Άρθρο 5: Υπερβαίνοντας το ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 11 του Συντάγματος, το σχέδιο νόμου αναφέρει και έναν τρίτο λόγο διάλυσης μίας συνάθροισης, όταν αυτή λαμβάνει τον χαρακτήρα της λεγόµενης «αντιδιαδήλωσης». Όπως ορθώς επισημαίνεται στην από 07.07.2020 έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι το Κράτος έχει θετική υποχρέωση να προστατεύσει την ελευθερία του συνέρχεσθαι αµφότερων των οµάδων διαδηλωτών, και πρέπει να επιλέγει τα λιγότερα επαχθή µέσα τα οποία δύνανται επί της αρχής να επιτρέπουν και στις δύο (αντιτιθέµενες) συναθροίσεις να λάβουν χώρα (ΕΔΔΑ, Fáber κατά Ουγγαρίας, παρ. 43). Εποµένως, µόνη η πιθανότητα σύγκρουσης, δεν µπορεί να ακυρώσει το δικαίωµα της συνάθροισης. Ωστόσο, όταν υφίσταται σοβαρή απειλή βίαιης «αντιδιαδήλωσης», το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι εθνικές αρχές έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη λήψη πρόσθετων µέτρων, προκειµένου να επιτραπεί στις συναθροίσεις να λάβουν χώρα χωρίς αναταραχές (ΕΔΔΑ, Alekseyev κατά Ρωσίας, παρ. 75). Τέλος, κρίθηκε ότι η άνευ όρων απαγόρευση «αντιδιαδηλώσεων» συνιστά ιδιαίτερα επαχθές µέτρο, που απαιτεί συγκεκριµένη αιτιολόγηση, ιδίως όταν η συνάθροιση σχετίζεται µε ζήτηµα δηµοσίου συµφέροντος (ΕΔΔΑ, Öllinger κατά Αυστρίας 44).

Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απαγόρευση της «αντισυγκέντρωσης» δεν μπορεί να δικαιολογείται από μόνο τον χαρακτήρα αυτής ως συνάθροισης αντίθετης προς μία ήδη προγραμματισθείσα, αλλά περαιτέρω απαιτείται να επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δηµόσια ασφάλεια ή σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονοµικής ζωής σε ορισµένη περιοχή. Το ενδεχόμενο αυτό, όμως, καταλαμβάνεται ήδη από την απαγόρευση της περίπτωσης (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 7, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του άρθρου 8 του σχεδίου νόμου, κατά συνέπεια είναι αναγκαία η απαλοιφή της αυτοτελούς περίπτωσης (γ), σε συμφωνία και αντιστοιχία με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 2 του Συντάγματος.

Με το άρθρο 5 της τροπολογίας, προτείνεται η προσαρμογή της ρύθμισης στις ανωτέρω διαπιστώσεις.

Προτεινόμενες διατάξεις

Άρθρο 1

Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» αντικαθίσταται, ως εξής:

«2. Όσοι στο πλαίσιο συνάθροισης διαπράττουν πράξεις που προκαλούν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας άλλου, ευθύνονται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν τη βλάβη αυτή».

Άρθρο 2

Το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» αντικαθίσταται, ως εξής:

«Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου τεκμαίρεται η άρνηση παροχής σύμφωνης γνώμης».

Άρθρο 3

Εισάγεται νέο άρθρο 13Α στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις», ως εξής:

«Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται σε συναθροίσεις που οργανώνονται από πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή και από τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις».

Άρθρο 4

Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις», εισάγεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Απαγορεύεται η χρήση χημικών για τον περιορισμό, την απαγόρευση ή τη διάλυση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων εκ μέρους της αρμόδιας αστυνομικής αρχής».

Άρθρο 5

Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις» καταργείται.