Εκατόν τριάντα τέσσερις Ιρακινοί επέστρεψαν εθελοντικά στην πατρίδα τους με πτήση τσάρτερ σήμερα από το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» στο πλαίσιο του προγράμματος υποβοηθούμενων εθελούσιων επιστροφών, που υλοποιείται με την υποστήριξη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης.
Από αυτούς οι 40 είχαν ενταχθεί στο ενισχυμένο πρόγραμμα εθελούσιων επιστροφών που υλοποιείται σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και είχε ανακοινωθεί τον περασμένο Μάρτιο από την Επίτροπο, Ίλβα Γιόχανσον. Με τη σημερινή αναχώρησή τους σηματοδοτείται η έναρξη του προγράμματος αυτού που θα αφορά σε 5.000 αιτούντες άσυλο από τα νησιά, οι οποίοι είχαν έρθει στη χώρα πριν από την 1η Ιανουαρίου 2020 και επιθυμούν να επιστρέψουν λαμβάνοντας ενισχυμένο οικονομικό βοήθημα ύψους 2.000 ευρώ.
Στην ομάδα των Ιρακινών που αναχώρησαν σήμερα βρίσκονταν και 38 παιδιά, δύο από τα οποία ήταν ασυνόδευτα.
Σύμφωνα με τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, Νότη Μηταράκη, ο οποίος βρέθηκε το πρωί στο αεροδρόμιο, η σημερινή ήταν «η μεγαλύτερη εθελοντική επιστροφή που έχει γίνει φέτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η μεγαλύτερη που έχει κάνει ποτέ η χώρα μας». «Σε συνδυασμό με τη φύλαξη των συνόρων, η αποσυμφόρηση των νησιών και όλης της χώρας βήμα-βήμα γίνεται πράξη», συνέχισε ο κ. Μηταράκης και πρόσθεσε ότι «θα συνεχίσουμε τις εθελοντικές επιστροφές. Έχουμε στόχο 5.000 μέσα στο 2020 δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα σε αυτούς που βρίσκονται σήμερα στα νησιά του Αιγαίου».
Ο αναπληρωτής υπουργός, Γιώργος Κουμουτσάκος, υπογράμμισε κατά τις δηλώσεις του ότι «είναι μια ξεχωριστή ημέρα, που όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτή την προσπάθεια είναι ικανοποιημένοι. Η Ελλάδα γιατί με αυτό το πρόγραμμα βοηθά στην αποσυμφόρηση, κατά κύριο λόγο, των νησιών, οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, οι άνθρωποι που επιστρέφουν στην πατρίδα τους γιατί ξεκινάνε μια καινούρια ζωή στον τόπο τους με αξιοπρέπεια, και η χώρα καταγωγής τους, το Ιράκ, διότι ξέρει ότι αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούν πλέον να είναι μια ενίσχυση για τις τοπικές κοινωνίες». Επίσης, ο κ. Κουμουτσάκος επισήμανε ότι η συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης με την πρεσβεία του Ιράκ «για ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα, όπως η μετανάστευση, δημιουργεί πλέον στέρεη βάση για ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Ιράκ, διότι πράγματι, η συνεργασία ήταν υποδειγματική».
Ο πρέσβης του Ιράκ στην Ελλάδα, Σορς Χαλίντ Σαΐντ, εξήγησε ότι πέρυσι περίπου 4.000 Ιρακινοί επέστρεψαν στην πατρίδα τους «και αυτό οφείλεται στο ότι το θέμα της ασφάλειας έχει βελτιωθεί στο Ιράκ». Επίσης, ευχαρίστησε την ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Μετανάστευσης που σε συνεργασία με την πρεσβεία και το υπουργείο Εξωτερικών του Ιράκ «καταφέραμε σήμερα ένας αρκετά μεγάλος αριθμός Ιρακινών να επιστρέψουν στην πατρίδα τους».
Ο επικεφαλής της ελληνικής αποστολής του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, Τζιανλούκα Ρόκο, ανέδειξε τη δυσκολία στην οργάνωση μιας τέτοιας αποστολής την περίοδο της πανδημίας του κοροναϊού συμπληρώνοντας ότι ήταν «η μεγαλύτερη ομάδα επιστροφών στην Ευρώπη από τότε που ξέσπασε η πανδημία». Επίσης, σημείωσε ότι οι εθελοντικές επιστροφές είναι ένας τρόπος «υποστήριξης των ανθρώπων που είναι εγκλωβισμένοι εδώ και θέλουν να γυρίσουν στις πατρίδες τους».
Ανάμεσα στους Ιρακινούς που επέλεξαν να επιστρέψουν ήταν ο Σαλίχ Αχμέντ, ο οποίος εξήγησε ότι το οικονομικό κίνητρο δεν έπαιξε ρόλο στην απόφασή του να γυρίσει στη χώρα του, αλλά η διάθεσή του να ξαναδεί τη γυναίκα και τα υπόλοιπα παιδιά του που βρίσκονται στο Ιράκ. Ο Σαλίχ παρέμεινε οκτώ μήνες στην Ελλάδα, διάστημα για το οποίο, όπως είπε, θέλησε να ευχαριστήσει «την Ελλάδα που με φιλοξένησε σαν χώρα».
Έπειτα από ένα χρόνο στην Ελλάδα αποφάσισε να επιστρέψει στο Ιράκ και ο Αχμάντ, ο οποίος ανέφερε ότι δεν κατάφερε να πάρει τα απαιτούμενα έγγραφα εδώ.
Σημειώνεται ότι το πρόγραμμα εθελούσιων επιστροφών υλοποιείται στο πλαίσιο του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης του Εθνικού Προγράμματος 2014-2020 και συγχρηματοδοτείται κατά 75% από το Ευρωπαϊκό ΤΑΜΕ και 25% από εθνικούς πόρους.