«Διανύουμε μέρες που μας γυρίζουν πίσω σε ένα σκοτεινό παρελθόν. Ένα παρελθόν που ήταν κοινή πεποίθηση πως είχαμε αφήσει πίσω μας. Ένα παρελθόν που η δική μας γενιά δεν έζησε και που ελπίζαμε ότι δεν θα ζήσουν τα παιδιά μας. Προφανώς και δεν ήταν ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος. Οξείες διαφορές, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, σφαίρες επιρροής ήταν γνώριμα φαινόμενα. Ακόμα και συγκρούσεις. Οι ανώφελοι και αδιέξοδοι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η δήθεν Αραβική Άνοιξη και λίγο νωρίτερα οι εμφύλιοι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία το αποδεικνύουν», τόνισε στην αρχή της ομιλίας του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής.
Στη συνέχεια ο Κώστας Καραμανλής ανέφερε σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία: «Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πράξη παράνομη, απαράδεκτη και καταδικαστέα. Όχι μόνο διότι προσβάλλει βάναυσα κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου. Αλλά και διότι καμμιά επιχειρηματολογία, βάσιμη ή όχι, δεν δικαιολογεί την προσφυγή στην βία, τις καταστροφές και την αιματοχυσία, ιδίως μάλιστα εις βάρος αμάχων και αθώων. Πέρα όμως από την απερίφραστη καταδίκη της εισβολής και την ηθικά και ανθρωπιστικά επιβεβλημένη συμπαράσταση στον δοκιμαζόμενο Ουκρανικό λαό, είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες και τους κινδύνους που εγκυμονεί ο πόλεμος και προπαντός η παράτασή του».
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε εκτενώς στις επιπτώσεις του πολέμου της Ουκρανίας στο σοκ στον ενεργειακό τομέα, λέγοντας: «Στο ενεργειακό αρκεί η υπόμνηση ότι η προσπάθεια απεξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας θα είναι μακροπρόθεσμη και πολύ πιο ακριβή, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις κοινωνίες που πλήττονται, προφανώς κυρίως τις Ευρωπαϊκές. Και στο επισιτιστικό τι μπορεί να συμβεί σε μια χώρα, όπως για παράδειγμα η Αίγυπτος, που εισάγει το 90% περίπου του σίτου που χρειάζεται από την Ουκρανία, σε κοινωνικοοικονομικό και κατά συνέπεια σε πολιτικό επίπεδο. Και, κατ΄επέκταση, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μεταναστευτικό αλλά και τις ευρύτερες γεωπολιτικές επιπτώσεις για την χώρα μας».
«Είναι η Ευρώπη που πρέπει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάπαυση του πυρός, την λήξη του πολέμου και την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έργο δύσκολο, με πολλές παγίδες και αντινομίες αλλά αναπόφευκτο. Η Ευρώπη με τις γνωστές αδυναμίες της, την ανολοκλήρωτη ολοκλήρωσή της, τον αυτοπεριορισμό της σε ρόλο παθητικού θεατή στις παγκόσμιες εξελίξεις καλείται να υπερβεί εαυτόν και να βρει την δύναμη να πρωταγωνιστήσει», ανάφερε ο Κώστας Καραμανλής.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο Κυπριακό και την στάση των ευρωπαϊκών χωρών: «Ειδικά σε ότι αφορά την Κύπρο, δεν μπορεί να μην σημειωθεί η καταφανής αναντιστοιχία στην στάση των περισσοτέρων συμμάχων και εταίρων. Ενώ δηλαδή, και ορθώς, καταδικάζεται η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιβάλλονται κυρώσεις και ενισχύεται παντοιοτρόπως ο αμυνόμενος, το επί μισό σχεδόν αιώνα συνεχιζόμενο δράμα της Κύπρου αποσιωπάται απολύτως. Ακόμα χειρότερα, καταβάλλονται διαχρονικά προσπάθειες να γίνουν αποδεκτές λύσεις που θέτουν σε ίση μοίρα θύτη και θύμα, αναιρούν ακόμα και την υφιστάμενη κρατική οντότητα της Κύπρου, αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τα τετελεσμένα της παράνομης κατοχής και εποίκισης και θα έθεταν σε τροχιά δορυφοροποίησης την Κύπρο προς την Τουρκία και μάλιστα σε πλήρη αναντιστοιχία με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι χαρακτηριστικά επ’ αυτού τα εκ των υστέρων σχόλια του Λόρδου David Hannay, βετεράνου Βρετανού διπλωμάτη και εν πολλοίς παρασκηνιακού εμπνευστή του Σχεδίου Annan, όπως δημοσιεύτηκαν στην Cyprus Mail, στις 14 Σεπτεμβρίου 2014, όταν περιέγραφε την τελική μορφή του ως «ασύνετα γενναιόδωρη» για τους Τούρκους».
Και προσθέσε: «Αυτή η κατάφωρα υποκριτική αναντιστοιχία εκθέτει σοβαρά όσους ομνύουν ότι μάχονται υπέρ αξιών και αρχών, και εγείρει την υποψία ότι η επιλεκτικότητα στις ευαισθησίες υπαγορεύεται όχι από αρχές αλλά από γεωπολιτικές επιδιώξεις. Εκ των πραγμάτων έτσι αποδυναμώνεται η πολιτική, δικαϊική και ηθική υπεροχή του αφηγήματος της Δύσης».
Για την τουρκική προκλητικότητα ο Κώστας Καραμανλής ανέφερε στην ομιλία του: «Αντίθετα με την Ελλάδα, η Τουρκία είναι χώρα αναθεωρητική. Επιδιώκει δηλαδή να μεταβάλλει την υφιστάμενη κατάσταση όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες προς όφελος της. Απόδειξη αυτού είναι η άμεση ή έμμεση στρατιωτική της εμπλοκή στο Ιράκ, στην Συρία, στον Καύκασο και στην Λιβύη. Η ενεργή ανάμειξη της στα εσωτερικά των βαλκανικών χωρών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, με στόχο την διεύρυνση της επιρροής της. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, της Συνθήκης των Παρισίων περί εκχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα του 1947, η μη αποδοχή της σύμβασης του Montego Bay για το Δίκαιο της θάλασσας, και η επιλεκτική μόνο επίκλησή του. Και βέβαια η ρητορική της και η διαρκής και πολυεπίπεδη κλιμάκωση των προκλήσεων έναντι της Ελλάδας».
Και προσέθεσε: «Είναι κομβικής σημασίας να αντιληφθούμε με τρόπο σφαιρικό και ολοκληρωμένο την στόχευση και την στρατηγική της Τουρκίας. Με απλά λόγια να την διαβάσουμε σωστά. Είναι δραματικά διαφορετικό εάν επρόκειτο για μια χώρα που όπως σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο έχει κάποιες διαφωνίες με ένα γειτονικό κράτος που επιθυμεί να τις λύσει με τους παραδεκτούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ή αντίθετα επιδιώκει να ανατρέψει συνολικά το status quo με απώτερο στόχο την ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς συμβαίνει το δεύτερο. Όλα δείχνουν ότι η Τουρκία θεωρεί ότι ιστορικά, γεωπολιτικά, με βάση το μέγεθος και τον πληθυσμό της δικαιούται ηγετικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και επέκεινα. Ρόλου που θα την αναβιβάζει σε πρωταγωνιστή και κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, με συνακόλουθη την σχετική υποβάθμιση της σημασίας και του ρόλου των υπολοίπων και την σταδιακή καθυπόταξη τους στις προτεραιότητες της ίδιας».
Ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε πως η Τουρκία επιδιώκει να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας και με τους δύο εμπολέμους, προσφέροντας υπηρεσίες διαμεσολαβητή και αξιοποιώντας την γεωγραφική της θέση για να επηρεάσει προς όφελός της την στάση της Δύσης.
Για την στάση της Δύσης επεσήμανε: «Συχνά στο παρελθόν, ακόμα και το πρόσφατο, η συμπεριφορά της Δύσης και πρωτίστως των ΗΠΑ αντανακλούσε την αντίληψη ότι βασική προτεραιότητα στην περιοχή ήταν να κρατηθεί η Τουρκία πάση θυσία στο δυτικό στρατόπεδο. Συνέπεια της αντίληψης αυτής ήταν η υιοθέτηση πολιτικής ίσων αποστάσεων έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδας, η αποφυγή απερίφραστης καταδίκης των κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων, οι συστάσεις για διάλογο και αμοιβαίους συμβιβασμούς, παραβλέποντας ότι η μεν Ελλάδα ζητά τον σεβασμό και την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ενώ η Τουρκία προβάλλει διεκδικήσεις διαμετρικά σε αντίθεση με αυτό, απειλεί με πόλεμο και προσφεύγει στην διπλωματία των κανονιοφόρων. Οι πρόσφατες ενέργειες και τοποθετήσεις της ηγεσίας της αποδεικνύουν ότι έχει υιοθετήσει συμπεριφορά ταραξία στην περιοχή. Ίσες αποστάσεις όμως και ουδετερότητα μεταξύ δικαίου και αδίκου, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, συνιστά εύνοια προς τον παρανομούντα, συνιστά έμμεση και υποκριτική στήριξη προς τον ταραξία.
Οι διαπιστώσεις αυτές προφανώς και δεν αναιρούν την ορθότητα των επιλογών της Ελλάδας, να ανήκει στην Δύση, να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Συνιστούν όμως το κεντρικό πρόβλημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και το πρόβλημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα και φόρτιση από τον πόλεμο της Ουκρανίας και τη γενικευμένη κρίση που ο πόλεμος αυτός προκάλεσε και προκαλεί».