Με κοινή απόφαση των συναρμόδιων υπουργών Εθνικής Αμύνης, Νίκου Παναγιωτόπουλου και Προστασίας του Πολίτη, Τάκη Θεοδωρικάκου, που δημοσιεύτηκε σήμερα στη «Διαύγεια», ρυθμίζονται θέματα οπλοκατοχής, οπλοφορίας, οπλοχρησίας προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, για την εκπλήρωση συγκεκριμένων αποστολών, πέραν της φυλάξεως στρατοπέδων, ζωτικών χώρων και εγκαταστάσεων από τα όργανα υπηρεσίας, τα τμήματα φυλακής ή ασφάλειας και τα στρατονομικά όργανα, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικώς.
Για την εκπλήρωση των ως άνω αποστολών παρέχεται υποστήριξη, εφόσον απαιτείται, από την Ελληνική Αστυνομία (ΕΛΑΣ) στο πλαίσιο της αποστολής της.
«Ως αποστολές νοούνται η συνοδεία και προστασία υψηλών προσώπων της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των Ειδικών Δυνάμεων έως το επίπεδο των διοικητών μειζόνων διοικήσεων εντός και εκτός στρατιωτικών χώρων, καθώς και η συνοδεία χρηματαποστολών, υλικών και μέσων στρατιωτικού ενδιαφέροντος που μεταφέρονται εκτός στρατιωτικών χώρων, μέσω της παρουσίας και δράσης ειδικά εκπαιδευμένου προσωπικού» επισημαίνεται στην ίδια απόφαση.
Ως οπλισμός και συνοδευτικός εξοπλισμός νοούνται αντίστοιχα τα πυροβόλα όπλα, πυρομαχικά και αστυνομικές ράβδοι, καθώς και κάθε υλικό ή μέσο, όπως ιδίως εξάρτυση, αλεξίσφαιρα γιλέκα και φορητά μέσα επικοινωνίας, που χορηγούνται στο ως άνω προσωπικό από τη στρατιωτική υπηρεσία και φέρονται από αυτό για την εκπλήρωση των αποστολών.
Ως οπλοχρησία ορίζεται η κατά τον προορισμό του ενεργοποίηση του όπλου και η εκτόξευση βλήματος (πυροβολισμός). Ο πυροβολισμός, ανάλογα με τον στόχο της βολής, κλιμακώνεται σε:
Εκφοβιστικό, όταν δεν στοχεύεται η πλήξη οποιουδήποτε προσώπου ή πράγματος,
Κατά πραγμάτων, όταν στοχεύεται η πλήξη πραγμάτων.
Ακινητοποιήσεως, όταν στοχεύεται η πλήξη μη ζωτικών σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων του,
Εξουδετερώσεως, όταν στοχεύεται η πλήξη ανθρώπου με τρόπο που καθίσταται αποδεκτή η ενδεχόμενη επέλευση του θανάτου του.
Ένοπλη επίθεση είναι η πράξη, με την οποία γίνεται χρήση όπλου του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 (Α΄ 147) εναντίον προσώπου ή απειλείται η άμεση χρήση του. Ως ένοπλη επίθεση θεωρείται και η απειλή με πειστική απομίμηση όπλου ή ανενεργό όπλο.
Σε άλλο σημείο της προαναφερθείσης ΚΥΑ σημειώνεται ότι «Το προσωπικό, για την εκπλήρωση των αποστολών, εφοδιάζεται με υπηρεσιακό πυροβόλο όπλο για χρήση αποκλειστικά για την εκπλήρωση των ανωτέρω αποστολών, κατόπιν άδειας που χορηγείται από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην απόφαση.
Αναφορικώς με επί μέρους διαδικαστικά θέματα σημειώνεται ότι «Η άδεια ισχύει στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας για τρία έτη και δύναται να ανανεωθεί με τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται για τη χορήγησή της. Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ, μετά από ουσιαστική εκτίμηση του οικείου φακέλου και ανάλογα με το πόρισμα της γνωμάτευσης της ανώτατης υγειονομικής επιτροπής καθώς και της αξιολόγησης της Διεύθυνσης Ασφάλειας του οικείου Γενικού Επιτελείου (ΓΕ), αποφασίζει για την έκδοση της άδειας ή απορρίπτει το αίτημα του ενδιαφερομένου και διαβιβάζει τη σχετική πράξη στη μονάδα – υπηρεσία του κοινοποιώντας την στη Διεύθυνση Ασφάλειας του οικείου ΓΕ, καθώς και στην κατά τόπο αρμόδια Διεύθυνση Αστυνομίας. Η άδεια οπλοκατοχής και οπλοφορίας ανακαλείται από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται στην απόφαση.
Σε κάθε περίπτωση που το προσωπικό κάνει χρήση του υπηρεσιακού του όπλου κατά την εκπλήρωση των αποστολών, πλην περιπτώσεων βολών και εκπαίδευσης, συντάσσει λεπτομερή αναφορά του συμβάντος προς τη μονάδα – υπηρεσία του, η οποία την καταχωρίζει στο τηρούμενο βιβλίο συμβάντων και ενημερώνει σχετικά τα προϊστάμενα κλιμάκια, τη Διεύθυνση Ασφάλειας του ΓΕΕΘΑ, την αρμόδια στρατιωτική εισαγγελική αρχή και την κατά τόπο αστυνομική αρχή».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ισχύς της προαναφερθείσας ΚΥΑ ξεκινά από της δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (ΦΕΚ 3428/Β/4-7-2022)