«Είναι απαραίτητο να συνεργαστούμε ακόμη πιο στενά για να αντιμετωπίζουμε κρίσεις όπως η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία», ανέφερε σήμερα η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, στο Συμβούλιο υπουργών Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συμβουλίου, οι τοποθετήσεις της κ. Κεραμέως κινήθηκαν σε τρεις άξονες που αφορούν: “Τις επενδύσεις στην εκπαίδευση με σκοπό τη διαμόρφωση αποτελεσματικών και δίκαιων εκπαιδευτικών συστημάτων, την πρόβλεψη και διαχείριση κρίσεων στην Παιδεία σε επίπεδο ΕΕ και τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων”, αναφέρει η ανακοίνωση.
Ειδικότερα, η κ. Κεραμέως στάθηκε “στην ανάγκη αποτελεσματικής χρήσης της εθνικής και ευρωπαϊκής χρηματοδότησης” και στην «ελληνική PISA», δηλαδή των διαγνωστικών εξετάσεων για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος που θα ξεκινήσουν τον Μάιο.
Ο υπουργος Παιδείας της Ουκρανίας, Serhiy Shkarlet ευχαρίστησε την κ. Κεραμέως “για την άριστη συνεργασία και τον ενεργό ρόλο που διαδραμάτισε σε επίπεδο ΕΕ για την υλοποίηση της πρότασής της για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Ομάδας Δράσης με στόχο την υποστήριξη της ουκρανικής εκπαιδευτικής κοινότητας”, επισημαίνεται στην ανακοίνωση.
Η Νίκη Κεραμέως, τόνισε, μεταξύ άλλων, συνεχίζει η ανακοίνωση, ότι “η πρόσβαση των παιδιών στην εκπαίδευση πρέπει να είναι αδιάλειπτη, ακόμα και σε περιόδους κρίσης”. Ζήτησε “στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης “για την αποτελεσματική και συνολική αντιμετώπιση κρίσεων”, όπως ο πόλεμος της Ουκρανίας ή του Αφγανιστάν, «καθιστώντας την εκπαίδευση αναπόσπαστο στοιχείο της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας», όπως επεσήμανε η Νίκη Κεραμέως”. Επίσης αναφέρθηκε στη “διεθνοποίηση των πανεπιστημίων και τη στήριξη του Προγράμματος Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων με εθνικούς πόρους”, η οποία, όπως είπε “είναι εξαιρετική σημαντική για εμάς”.
Εντός της ημέρας αναμενόταν η κ. Κεραμέως να πραγματοποιήσει την τέταρτη παρέμβασή της σχετικά με “την κινητικότητα νέων Ευρωπαίων εθελοντών και την ανταλλαγή εθνικών και διακρατικών εμπειριών για την ουσιαστική διαμόρφωση της «ιθαγένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης»”.