«Αν τα πράγµατα ήταν ρόδινα για τον ίδιο, ο κ. Μητσοτάκης θα είχε τολµήσει από καιρό τις εκλογές όµως δεν είναι σε θέση ούτε έναν σοβαρό ανασχηµατισµό του “επιτελικού” µπάχαλού του να κάνει», τονίζει σε συνέντευξή της στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» η γραµµατέας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Όλγα Γεροβασίλη, αναφερόµενη στις δηµοσκοπήσεις και στη διαφορά που καταγράφεται µεταξύ Ν.∆. και ΣΥΡΙΖΑ.
O ΣΥΡΙΖΑ θα εξετάσει το ενδεχόµενο συνεργασίας µε τη Ν.∆. ή θα αποδεχτεί τις επαναληπτικές κάλπες;
Η Ν.∆. εδώ και πολύ καιρό έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την κοινωνική πρόοδο και δικαιοσύνη. Με βάση τις αναπόφευκτες συγκρίσεις, το δίληµµα το οποίο προκύπτει είναι απλό και σαφές: τι είδους διακυβέρνηση έχει ανάγκη ο τόπος και η κοινωνία; Στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συµµαχία ξεκαθαρίσαµε τις προγραµµατικές προτεραιότητές µας πολύ έγκαιρα. Απευθυνθήκαµε στο σύνολο των κοµµάτων που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά, ώστε µέσα από προγραµµατικές συγκλίσεις να επιτύχουµε, αφενός, την αποµάκρυνση της πλέον επικίνδυνης κυβέρνησης της µεταπολίτευσης για την κοινωνία και, αφετέρου, το νέο προοδευτικό ξεκίνηµα. Αυτό είναι η αφετηρία της πολιτικής δράσης µας και ενός ειλικρινούς πολιτικού διαλόγου. Άλλες πολιτικές δυνάµεις δεν έχουν λάβει ακόµη θέση. Θα είχε ενδιαφέρον να µας εξηγήσουν το σκεπτικό τους όσοι ενδεχοµένως φαντάζονται τη συµµετοχή της Ν.∆. στο πλαίσιο µιας σοσιαλδηµοκρατικής κυβέρνησης.
Με το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη ή µε το ΜέΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ την προοδευτική διακυβέρνηση;
Σε ό,τι αφορά το δικό µας «εδώ και τώρα», η προοδευτική διακυβέρνηση δεν είναι αφορµή τακτικισµών και αποκλεισµών, αλλά ρεαλιστικών συνθέσεων επί των σύγχρονων προκλήσεων µε τις οποίες βρίσκονται αντιµέτωποι η κοινωνία και ο τόπος. Η προοδευτική διακυβέρνηση απαιτεί προοδευτικές προγραµµατικές συγκλίσεις και ελάχιστο κοινό αξιακό παρονοµαστή. Μπορεί και αξίζει να ιδωθεί ως ευκαιρία για ένα νέο προοδευτικό ξεκίνηµα. Για την αλλαγή οικονοµικού υποδείγµατος, τη δηµιουργία ενός νέου προοδευτικού κοινωνικού συµβολαίου, την εµβάθυνση της δηµοκρατίας και την ενδυνάµωση των θεσµών.
Θεωρείτε πως οι δηµοσκοπήσεις δεν καταγράφουν µε αξιόπιστο τρόπο τη διαφορά ανάµεσα στη Ν.∆. και τον ΣΥΡΙΖΑ;
Αν τα πράγµατα ήταν ρόδινα για τον ίδιο, ο κ. Μητσοτάκης θα είχε τολµήσει από καιρό τις εκλογές, όµως δεν είναι σε θέση ούτε έναν σοβαρό ανασχηµατισµό του «επιτελικού» µπάχαλού του να κάνει. Οι δηµοσκοπήσεις διαχρονικά διατρέχονται από µια συστηµική δυσκολία στην ακριβή αποτίµηση της εκλογικής επιρροής µας.
Ωστόσο, αυτό δεν µειώνει την αξία τους ως εργαλεία διάγνωσης και ανάλυσης της πολιτικής πραγµατικότητας. Αυτό ασφαλώς στον βαθµό που τηρούνται όλες οι επιστηµονικές και µεθοδολογικές κατευθυντήριες γραµµές για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας τους. Με αυτό ως δεδοµένο, κοινή παραδοχή των ευρηµάτων όλων των δηµοσκοπήσεων στο ποιοτικό τους σκέλος είναι η ευθεία κοινωνική καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής και η αποδόµηση του πανάκριβα φιλοτεχνηµένου µε δηµόσιο χρήµα προφίλ του κ. Μητσοτάκη. Ακόµα και στην 108η χώρα στον κόσµο στην ελευθερία του Τύπου, χάρη κυρίως στο ∆ιαδίκτυο, τα social media και γενναίες νησίδες ενηµέρωσης, η συντριπτική πλειοψηφία δείχνει µε το δάχτυλο τον «γυµνό αυτοκράτορα».
Σύµφωνα µε τη Ν.∆., ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται να της καταλογίζει ευθύνες για την αντιµετώπιση των πυρκαγιών όταν κουβαλά το στίγµα από την τραγωδία στο Μάτι. Τι απαντάτε;
Υποδείξεις αυτού του ύφους δεν δεχόµαστε από στελέχη της Ν.∆. Ακόµα και σήµερα, και ενώ ο θρήνος δεν έχει ακόµη πάψει για τα θύµατα στην Ηλεία, βουλευτές και πρώην υπουργοί της µιλούν γελώντας για εποποιίες µε µαύρες σακούλες γεµάτες χρήµατα. «Γύπες» που χτίζουν πολιτικές καριέρες και νέµονται εξουσία και δηµόσιο χρήµα, επενδύοντας στις ανθρώπινες τραγωδίες, βρίσκουν το δικό µας «οικοσύστηµα» ιδιαίτερα αφιλόξενο. Γι’ αυτό και το πολεµούν µε τόσο µένος. Οι τραγωδίες που συνδέονται µε φυσικές καταστροφές και µε τη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος από την Πολιτεία θα έπρεπε να διδάξουν τη Ν.∆. να είναι σεµνή και ταπεινή. Όταν, ως παράταξη, έχει κυβερνήσει µε τη µία ή την άλλη µορφή επί δεκαετίες, βιάζοντας τη φύση για χάρη οικονοµικών συµφερόντων και εκλογικής πελατείας, θα όφειλε κανονικά να απολογείται καθηµερινά στην κοινωνία. Εκείνη, όµως, συνεχίζει αµετανόητη να φέρνει περιβαλλοντοκτόνους νόµους.
Κατά τη γνώµη σας, είναι άδικη η παραποµπή δύο πρώην υπουργών της κυβέρνησης της Αριστεράς στο ειδικό δικαστήριο;
Αυτές οι παραποµπές αποτελούν µηνύµατα της κυβέρνησης της Ν.∆. του κ. Μητσοτάκη και των συµφερόντων που εκπροσωπεί µε πολλαπλούς αποδέκτες. Μελλοντικούς υπουργούς, βουλευτές, δικαστικούς, µάρτυρες, δηµοσιογράφους και πολίτες. Πως την επόµενη φορά πρέπει να είναι πιο «προσεκτικοί». Να έχουν έγκαιρα ταυτίσει στο αξιακό σύστηµά τους το δηµόσιο συµφέρον µε τα συµφέροντα τα οποία πιθανώς να ενοχλήσουν. Να µην εισπράττουν δηµόσια έσοδα από την εκµετάλλευση δηµόσιων πόρων όπως οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες. Να αγνοούν πληροφοριακά στοιχεία από έρευνα µιας άλλης χώρας, που αναφέρονται σε πιθανές υποθέσεις διαφθοράς µε ελληνική διάσταση. Να αντιλαµβάνονται πως τέτοιες υποθέσεις είναι «σκευωρίες» που στήνονται στην Ελλάδα για να πλήττουν το κύρος µεγάλων εταιρειών. Κι ας «τρέχουν» εκείνες µετά να συµβιβαστούν µε την κυβέρνηση των ΗΠΑ για τις παράνοµες πρακτικές που ασκούν στη χώρα µας. Πως, σε τελική ανάλυση, το πρόβληµα της χώρας µας δεν είναι µε τους «αρµούς» της εξουσίας, αλλά µε τους «εργολάβους» της.
*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά» στις 30/07/2022