Η πανδημία και το εμβολιαστικό πρόγραμμα, η ακρίβεια και οι κυβερνητικές παρεμβάσεις, το διανεμόμενο μέρισμα, η κατάργηση του φόρου για γονικές παροχές και το στεγαστικό πρόγραμμα βρέθηκαν επί τάπητος στη συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη, στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΑ.
Ερωτηθείς για τα επίπεδα της πανδημίας στη βόρεια Ελλάδα είπε ότι υπάρχει η ανησυχία που υπάρχει για όλη τη χώρα, αλλά «είμαστε σε ένα καλό επίπεδο, για αρκετές εβδομάδες είμαστε σε επιπεδοποίηση του φαινομένου […] η θετικότητα έχει πέσει αρκετά, αλλά είμαστε και σε εγρήγορση ταυτοχρόνως». Η αναφορά που γίνεται στη βόρεια Ελλάδα σχετίζεται με την έξαρση του περασμένου Οκτωβρίου, σημείωσε, ωστόσο «παρακολουθούμε το φαινόμενο από πολύ κοντά». Εξάλλου «δεν βρίσκονται περιοχές της βόρειας Ελλάδας» στον επιδημιολογικό χάρτη με τις επικίνδυνες περιοχές και ελπίζω να παραμείνουμε εκεί».
«Ο εμβολιασμός πηγαίνει σταθερά, είμαστε σε ένα μέσο όρο περίπου 30.000 εμβολιασμών ημερησίως, είχαμε μια συγκριτική αύξηση τις τελευταίες ημέρες με έγγραφή περίπου στις 45.000», ανέφερε επίσης φέρνοντας και μερικά καλά παραδείγματα ως προς την επίτευξη των στόχων: στα πανεπιστήμια περίπου το 75% των φοιτητών έχουν ήδη λάβει την πρώτη δόση ή την έχουν προγραμματίσει, 85% του διοικητικού προσωπικού και μεγαλύτερο του 90% στους διδάσκοντες. «Πρέπει να επιβραβεύσουμε την ακαδημαϊκή κοινότητα για αυτό», συμπέρανε και έκανε γνωστό ότι θα υπάρξει πρόσθετη ενίσχυση προσωπικού ώστε να γίνεται ο έλεγχος των τεστ, «είμαστε σε συνεννόηση με τους πρυτάνεις, η αρμόδια υπουργός βρίσκεται σε διαρκή επαφή. Έχω μια ελπίδα, συγκρατημένη, αλλά ελπίδα πάντως, ότι τα παιδιά θα μπορούν να επιστρέψουν στην κανονική τους ζωή και στο φυσικό ακαδημαϊκό τους περιβάλλον», τόνισε εξάλλου.
Για τους ανεμβολίαστους, σημείωσε πως υπάρχουν δύο κατηγορίες, αυτοί που είναι στη φάση της εσωτερικής αναζήτησης και εκείνοι που έχουν παντελή άρνηση και οι οποίοι δύσκολα μεταπείθονται. «Στην πρώτη κατηγορία μπορούμε να έχουμε μεγαλύτερη δεξαμενή, πιστεύω ότι θα τους πείσουμε. Πιστεύω ότι από τη δεξαμενή θα μπορούμε να αντλούμε για πολύ καιρό ακόμη τους συμπολίτες μας που θα εμβολιασθούν […].
Η στάση της κυβέρνησης δεν είναι επαμφοτερίζουσα [σσ: στο θέμα των υποχρεωτικών εμβολιασμών], το σκεπτικό μας δεν κατατείνει στο να κρατά ευχαριστημένους τους περισσότερους ή να χαϊδεύουμε αυτιά, το αντίθετο συμβαίνει».
Επίσης «πάντοτε λαμβάνουμε αποφάσεις με βάση τα πορίσματα της επιστήμης και τη γνώμη των υγειονομικών μας. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν μεταξύ των πρώτων που πήραν την απόφαση για υποχρεωτικό εμβολιασμό συγκεκριμένων επαγγελματικών ομάδων», ενώ σε ό,τι αφορά «ενδεχόμενες νέες υποχρεωτικότητες, πάντοτε υπάρχει ανοιχτός ένας κατάλογος πιθανών επαγγελματικών κατηγοριών».
Ωστόσο, διευκρίνισε πως «κάθε κατηγορία έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά: στους εκπαιδευτικούς υπολογίζουμε ότι οι εμβολιασμένοι -μαζί με τους νοσήσαντες- είναι κοντά στο 90%. Το να πας να καθιερώσεις υποχρεωτικότητα σε ένα επαγγελματικό πεδίο όπου 9 στους 10 είναι εμβολιασμένοι θα ήταν μια λάθος προσέγγιση γιατί θα είχες μικρό όφελος και ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερη ένταση», επιχειρηματολόγησε λέγοντας ακόμη ότι «είναι χρήσιμο να επιβραβεύουμε εκείνους οι οποίοι κάνουν το χρέος κοινωνικής αλληλεγγύης».
Την ίδια στιγμή σε άλλες κατηγορίες είναι «πολύ δύσκολη η αναπλήρωση, είναι δύσκολη η επιβολή της κύρωσης, όπως στις Ένοπλες Δυνάμεις ή τα Σώματα Ασφαλείας». Συμπερασματικά, «χρησιμοποιούμε πρώτα από όλα την πειθώ και ως τελευταίο καταφύγιο έχουμε τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, το πράξαμε όπου ήταν αναγκαίο. Για την ώρα δεν είναι κάτι στις προτεραιότητές μας, αναλόγως πώς θα κινηθούν οι εμβολιασμοί και η πανδημία, θα επικαιροποιούμε την πολιτική μας».
Για τις αυξήσεις στις τιμές ρεύματος, φυσικού αερίου κ.λπ., ο Γ. Γεραπετρίτης έκανε λόγο για «συζήτηση με παγκόσμιο χαρακτήρα και τούτο γιατί έχουν διπλασιασθεί οι χονδρεμπορικές τιμές στο φυσικό αέριο, το πετρέλαιο, γενικά υπάρχει μια μεγάλη αύξηση στο κόστος της ενέργειας. Από εκεί και πέρα γίνεται μια συζήτηση για το αν το φαινόμενο είναι μόνιμο ή παροδικό. Η απάντηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αλλά και την Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα είναι ότι πρόκειται για παροδικό φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Για το λόγο αυτό οι παραδοχές μας κινούνται προς τα εκεί».
Επιπροσθέτως, «μια πίεση τιμών είναι αναμενόμενη σε οικονομίες οι οποίες εμφανίζουν πολύ έντονα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Όταν έχουμε αυξήσεις πραγματικών εισοδημάτων, όπως κατ’ εξοχήν συμβαίνει στην Ελλάδα όπου έχουμε σημαντική αύξηση λόγω των φοροελαφρύνσεων και των μειώσεων στις εισφορές και όλων των άλλων παρεμβάσεων που έχουν γίνει, μπορεί να υπάρξει πίεση στην αγορά για αύξηση τιμών.
Εμείς θα κάνουμε ό,τι πρέπει έτσι ώστε να μην υπάρξουν οι οποιεσδήποτε τάσεις στην αγορά να αυτονομηθεί προς την κατεύθυνση των μεγάλων ανατιμήσεων», διαβεβαίωσε και προσέθεσε: «Δεν είναι πάντοτε δυνατόν οι κυβερνήσεις να παρεμβαίνουν στην αγορά και να ρυθμίζουν τιμές». Σε κάθε περίπτωση με τις παρεμβάσεις της η κυβέρνηση διασφάλισε ότι οι αυξήσεις θα είναι μικρές, εάν υπάρξουν και «εάν χρειαστεί θα γίνουν και άλλες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Με την παρέμβαση που αποφάσισε η ελληνική κυβέρνηση η αύξηση της τιμής της χονδρικής δεν θα αποτυπωθεί με κανένα τρόπο σε κανένα τιμολόγιο».
Στα αμιγώς οικονομικά ο υπουργός τόνισε πως «έχει παραχθεί νέος πλούτος στη χώρα, δεν είναι δανεικά οι ελαφρύνσεις προς τους Έλληνες. Νέος πλούτος που παράγεται και αποτυπώνεται σε όλους τους δείκτες ανάπτυξης και εργασίας. Αυτός ο νέος πλούτος δημιουργεί ένα πλεόνασμα, ένα επιπλέον μέρισμα το οποίο, απόφασή μας είναι, να διανεμηθεί με ένα τρόπο όσο πιο δίκαιο και ισορροπημένο γίνεται προς όλους έτσι ώστε και να καλυφθούν οι απώλειες εισοδημάτων τις οποίες είχαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Εξάλλου, οι απώλειες ήταν κυρίως στα ιδιωτικά εισοδήματα […] στους δημόσιους υπαλλήλους το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, όπως και σε όλες τις κατηγορίες πολιτών, έχει αυξηθεί σημαντικά. Η αύξηση των εισοδημάτων εξαιτίας της μείωσης όλων των φορολογικών συντελεστών, άμεσων και έμμεσων, της μείωσης στις ασφαλιστικές εισφορές, οδηγεί σε αύξηση πραγματικού εισοδήματος περίπου 350 ως 1.650 ευρώ ετησίως. Ενώ υπάρχουν και ειδικές ρυθμίσεις για τους ευάλωτους συμπολίτες μας για παράδειγμα διπλάσιο επίδομα αλληλεγγύης τον Δεκέμβριο σε όλους τους δικαιούχους. Εφόσον έχουμε θετικά αποτελέσματα -και όλες οι ενδείξεις κατατείνουν ότι θα έχουμε καλά οικονομικά αποτελέσματα- προφανώς θα υπάρξει επαναξιολόγηση για το πώς θα κατανεμηθεί αυτό το επιπλέον μέρισμα».
Για το πρόγραμμα στέγης είπε πως είναι «ένα πρόγραμμα το οποίο σκεπτόμαστε, βρισκόμαστε σε πολύ πρώιμη φάση, είναι όμως στις σκέψεις μας ένα εθνικό σχέδιο το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του και στοιχεία του δημογραφικού και την ενίσχυση της οικογένειας, των χαμηλότερων εισοδημάτων σε σχέση με τη στέγη».
Όμως «ήδη το πρώτο βήμα έγινε, η εξαγγελία του πρωθυπουργού για το μηδενισμό της φορολογίας στις γονικές παροχές είναι μια φορολογική επανάσταση για τις οικογένειες και τούτο γιατί πλέον καταργεί το φόρο εν ζωή για να μεταβιβάσουν οι γονείς και οι παππούδες στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Με τον τρόπο αυτό περιορίζεται πάρα πολύ το οικογενειακό κόστος, η φορολογική επιβάρυνση, αλλά από την άλλη δημιουργούνται και συνθήκες έτσι ώστε τα νέα παιδιά να μπορούν να χρησιμοποιούν περιουσίες, όχι μόνο ακίνητες αλλά και κινητές, έτσι ώστε να μη λιμνάζει η περιουσία των γονιών».