Εξαιρετικά σημαντικά ευρήματα για τη ζωή μας με τον κορονοϊό και την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα, αποκαλύπτει πανελλαδική έρευνα που διεξήγαγε η Καπα Research.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού επικροτεί τους χειρισμούς της κυβέρνησης η οποία αυξάνει μάλιστα στις 18 μονάδες τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας αυτής της διαχείρισης της κρίσης.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Κ. Ρουτζούνη της Καπα:
Ο κορονοϊός είναι μια παράπλευρη απώλεια της παγκοσμιοποίησης. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η πανδημία μοιάζει να επιταχύνει τις τάσεις που προϋπήρχαν στο διεθνές περιβάλλον παρά να εισάγει ρήξεις με το παρελθόν· την ώρα, μάλιστα, που η ζωή των πολιτών σε κάθε σημείο του πλανήτη έχει «πατήσει παύση».
Στην Ελλάδα, καθώς ο καιρός περνά σε κατ’ οίκον περιορισμό μακριά από αγαπημένα πρόσωπα, εξόδους και Εκκλησίες, συχνά υπό ψυχολογική πίεση και ανασφάλεια για το μέλλον, με νέες πρακτικές εργασίας και εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, ο φόβος για την υγεία δίνει τη θέση του στον φόβο για κρίση στην οικονομία, παγκόσμια, εθνική, οικιακή.
Με νωπές ακόμα τις μνήμες της δεκαετίας 2010-2019, στα χείλη όλων βρίσκεται η αγωνία για μια χαμένη δεύτερη ευκαιρία της Ελλάδας, καθώς ο τουρισμός, η εστίαση και το εμπόριο θα υποστούν ισχυρό πλήγμα.
Ωστόσο, το ψήγμα της αισιοδοξίας επιμένει: οι περισσότεροι πιστεύουν ότι τελικά θα τα καταφέρουμε. Ευθύνη κάθε ηγεσίας – πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής, επιστημονικής – είναι να μετουσιώσει την εμπειρία από τη διαχείριση της πανδημίας σε αναπτυξιακή παρακαταθήκη.
Αναλυτικά μερικά από τα στοιχεία που προέκυψαν:
– Η διαχείριση της κρίσης και το πολιτικό αποτύπωμα
Η εξέλιξη της κρίσης του κορoναϊού στην Ελλάδα και ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε από τον κρατικό μηχανισμό και το πολιτικό σύστημα ενίσχυσε την πεποίθηση ότι η χώρα μας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση (60%) σημειώνοντας άνοδο 12 ποσοστιαίων μονάδων από τον Ιανουάριο.
Η αξιολόγηση των χειρισμών της κυβέρνησης κινήθηκε από την αρχή της κρίσης σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και παραμένει: παρά τη μικρή κάμψη των 6 μονάδων από τη μέτρηση στα τέλη Μαρτίου, οι θετικές κρίσεις για τη στάση της αγγίζουν το 76%.
Οι απόψεις των πολιτών διχάζονται σε σχέση με τα έκτακτα μέτρα οικονομικής στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, με το 48% να θεωρεί τα μέτρα για τη στήριξη εργαζόμενων επαρκή ή μάλλον επαρκή και το 40% ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Αντιστοίχως, το ποσοστό αποδοχής των μέτρων στήριξης επιχειρήσεων ανέρχεται στο 41% και στο 53% όσων τα θεωρούν ανεπαρκή ή μάλλον ανεπαρκή. Σπανίως, όμως, τα όποια μέτρα οικονομικής στήριξης θεωρούνται επαρκή. Η αποδοχή τους – που ξεπερνά το 40% – εμφορείται από την επιθυμία στήριξης προς την ίδια την κυβέρνηση και όχι στα μέτρα αυτά καθαυτά.
Η αποτελεσματική διαχείριση της υγειονομικής κρίσης χαρίζει σημαντικό κεφάλαιο για τη διαχείριση της δύσκολης οικονομικής περιόδου που ακολουθεί. Ο πρωθυπουργός χαίρει της θετικής γνώμης του 60% της ελληνικής κοινωνίας, ενώ η Νέα Δημοκρατία αυξάνει τα ποσοστά της εκλογικής της επιρροής, καταγράφοντας σημαντική διαφορά, άνω των 18 μονάδων, από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου και καθαρή υπεροχή στην παράσταση νίκης.
– Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ωθεί στο #βγαίνουμε_έξω
Καθώς οι αριθμοί νέων κρουσμάτων βαίνουν μειούμενοι, επιτρέπουν ανάσες αισιοδοξίας και καλλιεργούν προσδοκίες και προσμονή για χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.
Τα καλά νέα από την εξέλιξη της επιδημίας στη χώρα μας ενισχύουν την αισιοδοξία για αντιμετώπιση του κορωνοϊού μέσα στον επόμενο μήνα κατά 14 μονάδες από τον Μάρτιο, ανεβάζοντας το ποσοστό των αισιόδοξων στο 44%.
Στην ίδια κατεύθυνση, η ανησυχία μόλυνσης από τον κορωνοϊό, παρότι παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (68% ανησυχούν πολύ ή αρκετά), σημειώνει σημαντική πτώση 18 μονάδων από το υψηλό 86% στα τέλη Μαρτίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα 5% θεωρεί ότι έχει προσβληθεί ήδη από τον κορωνοϊό – χωρίς όμως αυτό να έχει επιβεβαιωθεί με ιατρική εξέταση.
Αυτή η μερική «ανακούφιση» από την ήπια εξέλιξη της επιδημίας στην Ελλάδα προκαλεί την εξής παρενέργεια: η εικόνα «αναγκαιότητας» των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων υποχωρεί. Όλο και λιγότεροι πολίτες κρίνουν τα μέτρα αναγκαία (στο 75% σήμερα με πτώση 23 μονάδων από το καθολικό 98% στα μέσα Μαρτίου).
Σε αυτό το κλίμα, η κοινή γνώμη είναι θετική (75%) απέναντι στο ενδεχόμενο σταδιακής άρσης των περιοριστικών μέτρων από τις αρχές Μαΐου, καθώς, εκτός από ένα 31% που δηλώνει πως έχει ακόμη αρκετές αντοχές για να παραμείνει σε καραντίνα, οι υπόλοιποι είτε δεν αντέχουν τον περιορισμό για μεγάλο διάστημα (46%) είτε έχουν ήδη φτάσει στα όριά τους (21%).
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «ανοίγματος» ενισχύεται από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι 6 στους 10 Έλληνες στους συμπολίτες τους για την καθημερινή τήρηση των κανόνων αποτροπής της μετάδοσης του κορωνοϊού.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι 4 στους 10 γονείς εμφανίζονται αρνητικοί ή αβέβαιοι για το αν θα στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο εάν η πολιτεία ανοίξει τα σχολεία μέσα στον Μάιο.
Συμπέρασμα: Τυχόν ξαφνική επιδείνωση των αριθμών που παρουσιάζονται κάθε μέρα στις 6.00 το απόγευμα θα προκαλούσε σύγχυση και ανησυχία στην ελληνική κοινωνία και την αγορά, ενώ παράλληλα θα τραυμάτιζε το κλίμα αποδοχής και σύμπνοιας προς τις αρμόδιες αρχές διαχείρισης της κρίσης.
– Ανανεωμένη πίστη στο κράτος, τις αξίες και τους θεσμούς
Η κοινωνία εισέρχεται στη νέα μάχη με ενισχυμένη την πίστη σε αρχές, αξίες και θεσμούς που θα χρησιμεύσουν στην ανάβαση του νέου Γολγοθά: 6 στους 10 Έλληνες δηλώνουν ότι πιστεύουν περισσότερο πια στην αξία της υγείας, 5 στους 10 στην αξία της αλληλεγγύης, 1 στους 3 στην αξία της επιστήμης και τη σημασία του κοινωνικού κράτους. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό δηλώνει ότι εμπιστεύεται περισσότερο την ελληνική κοινωνία (27%) απ’ ό,τι πριν και ακόμη ένα 27% αναφέρει ότι αυξήθηκε η εμπιστοσύνη του προς τους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας.
Ταυτόχρονα, σε όλους τους δείκτες της έρευνας καταγράφεται η αναβάθμιση του ρόλου και της σημασίας του κράτους στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Στην ερώτηση «τι να έχει καθοριστικό ρόλο στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια;», ο ιδιωτικός τομέας συγκεντρώνει το 48% των απαντήσεων ενώ το κράτος το 45%, ωστόσο, η άνοδος που σημειώνει το κράτος είναι της τάξης του 8% και αντίστοιχη – στις 9 ποσοστιαίες μονάδες – είναι η πτώση του ιδιωτικού τομέα.
Από τη γενική καθήλωση στη γενική κινητοποίηση, η νέα εποχή που ξεκινά χρειάζεται το δικό της αφήγημα και τους δικούς της ήρωες.
Απαραίτητη θεωρούν 7 στους 10 πολίτες την παρέμβαση του κράτους στην αγορά για την προστασία του κοινού συμφέροντος με σημαντική άνοδο 11% σε σύγκριση με τη μέτρηση του περασμένου Οκτωβρίου. Αντιστρόφως, πτώση 14 μονάδων σημειώνει η άποψη ότι η κρατική παρέμβαση στην αγορά κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Στην ίδια κατεύθυνση, περισσότερη παρέμβαση του κράτους ζητά το 55% (με αύξηση 5%) με την αντίθετη άποψη να συγκεντρώνει μόλις 26% και με πτώση 10 ποσοστιαίων μονάδων από τον Οκτώβριο του 2019.
Παράλληλα, υποχωρεί οριακά η απήχηση των οικονομικά φιλελεύθερων πολιτικών – πτώση κατά 6 μονάδες (30% από 36% σε μέτρηση του Οκτωβρίου 2019) στην άποψη ότι ο φιλελευθερισμός εγγυάται την ταχύτερη και δικαιότερη ανάκαμψη από την οικονομική κρίση – και ενισχύονται – επίσης οριακά – η σοσιαλδημοκρατία και ο σοσιαλισμός ως ιδεολογίες-εργαλεία για την ανάκαμψη.
Πτώση της τάξης των 15 μονάδων σημειώνεται στην πίστη των πολιτών στις δυνάμεις και τις δυνατότητες της εγχώριας αγοράς – δηλαδή, των ελληνικών επιχειρήσεων και ελληνικών επενδύσεων – η οποία προσγειώνεται στο 44% και ενισχύεται αντίστοιχα – κατά 11% – η αποδοχή της δυναμικής των ξένων επενδύσεων και της πρόσβασης στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Τέλος, η ανάκαμψη θα πρέπει να έχει χαρακτηριστικά στήριξης των εισοδημάτων από τον κρατικό μηχανισμό όπως μια ενδεχόμενη θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, κάτι που κερδίζει την αποδοχή του 79% της κοινής γνώμης.
Συμπέρασμα: Σε στιγμές κρίσης, η ελληνική κοινωνία αναδιπλώνεται και καταφεύγει στην ασφάλεια του κράτους, των διαχρονικών αξιών και των δημοκρατικών θεσμών. Από τις στάχτες του χρεοκοπημένου μεταπολιτευτικού κράτους αναδύθηκε ένα πρότυπο κράτους πρόνοιας που εκπαιδεύει, φροντίζει και προστατεύει και ένα πρότυπο κράτους-ρυθμιστή, το οποίο θα πρέπει να προστατευθεί από συμπλέγματα, ευνοιοκρατία, ή σκάνδαλα μόλις η χώρα επιστρέψει στον κανονικό της ρυθμό.
– Ο κόσμος την επόμενη μέρα
Οι Έλληνες βλέπουν τον κόσμο να ανεβάζει ρυθμούς μετά την πανδημία αλλά όχι προς όλες τις κατευθύνσεις της προ-κορωνοϊού εποχής: κάποιες από τις παγκόσμιες τάσεις φαίνεται να επιταχύνουν ενώ άλλες, που ανέπτυξαν ορμή στην αρχή της χιλιετίας, να υποχωρούν.
Καθολική είναι η πεποίθηση (83%) ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός που υφίσταται ήδη στους περισσότερους τομείς της καθημερινότητας θα επιταχυνθεί, το ίδιο όμως και οι οικονομικές ανισότητες με το ποσοστό εκείνων που εκτιμούν ότι θα επεκταθούν να ανέρχεται στο 68%. Αντίστοιχα σημαντικό είναι και το μέρος του πληθυσμού (62%) που προβλέπει επιτάχυνση των εθνικιστικών τάσεων και της περιχαράκωσης πίσω από τα εθνικά σύνορα και επιτάχυνση των προσφυγικών ροών (50%).
Αντίθετα, επιβράδυνση διαβλέπουν οι Έλληνες στο ρεύμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (63%), της διαδικασίας εκδημοκρατισμού (42%) και, φυσικά, της παγκοσμιοποίησης (36%). Εν προκειμένω, η γενικότερη αποδοχή της παγκοσμιοποίησης από την ελληνική κοινωνία υποχωρεί κατά 2 μονάδες στο 36%, με την πλειοψηφία (60%) να διάκειται αρνητικά.
Παράλληλα, ως θετική απόρροια του παγκόσμιου lock down, καταγράφεται η πιθανή ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, με το 46% να θεωρεί ότι θα στασιμοποιηθεί και το 21% ότι θα επιβραδυνθεί περαιτέρω.
Όσον αφορά στη γενικότερη κατάσταση του κόσμου μετά τον Covid-19, η εικόνα που διαμορφώνεται για την πλειοψηφία (52%) είναι αυτή ενός κόσμου σε υποχώρηση πίσω από τα εθνικά σύνορα, με την κάθε χώρα να επιχειρεί να επιβιώσει με τα δικά της μέσα. Στο ίδιο πλαίσιο, ο βαθμός αισιοδοξίας για την προοπτική ενός νέου «Σχεδίου Μάρσαλ» κινείται στα χαμηλά επίπεδα του 27%, με τη μεγαλύτερη πλειοψηφία (68%) να δηλώνει λίγο ή καθόλου αισιόδοξη για την ύπαρξη ενός αντίστοιχου σχεδίου στο κοντινό μέλλον. Σε διαφορετικό κλίμα βρίσκεται το 36%, το οποίο αναμένει έναν κόσμο που θα ενθαρρύνει τη συναίνεση και τη συνεργασία μέσω μιας δικαιότερης διεθνούς ισορροπίας.
Κόντρα στη γενικότερη τάση εθνικής περιχαράκωσης, οι περισσότεροι Έλληνες (53%) εκτιμούν ότι η παρούσα υγειονομική και οικονομική κρίση αναδεικνύει την αναγκαιότητα της ενωμένης Ευρώπης, με τη μειοψηφία (39%) να υπερτονίζει την αναγκαιότητα του έθνους-κράτους και των εθνικών συνόρων. Ωστόσο, η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στην πανδημία δεν βοηθά: μόλις το 8% των Ελλήνων αξιολογεί θετικά τους χειρισμούς της ενωμένης Ευρώπης στην κρίση.
Η Κίνα φέρει για τους περισσότερους Έλληνες (44%) τη μεγαλύτερη ευθύνη για την εξάπλωση του κορωνοϊού με τις υπόλοιπες χώρες να συγκεντρώνουν πολύ χαμηλά ποσοστά και το 36% να δηλώνει πως καμία χώρα ή διεθνής οργανισμός δεν φέρει την αποκλειστική ευθύνη.
Ωστόσο, όπως και στις περισσότερες διεθνείς κρίσεις, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (50%), Γερμανία (50%), Κίνα (43%) και Ρωσία (30%) θεωρούνται ότι θα είναι οι κερδισμένοι παίκτες στην παγκόσμια σκακιέρα. Στον αντίποδα, Τουρκία (71%), Ευρωπαϊκή Ένωση (69%), Ηνωμένο Βασίλειο (59%), ΗΠΑ (58%) και Γαλλία (46%) εκτιμάται ότι θα υποστούν πλήγμα.
Στο επίπεδο των διακρατικών συμμαχιών, έδαφος κερδίζει μόνο η ελληνο-γαλλική συμμαχία με το 55% των πολιτών να κατατάσσουν πρώτη τη Γαλλία στη λίστα με τις πιο επιθυμητές χώρες-συμμάχους της Ελλάδας (με άνοδο 5% από τον περασμένο Δεκέμβριο του 2019). Σε κατακόρυφη πτώση οι ΗΠΑ με 38% στον συγκεκριμένο δείκτη, έχοντας απωλέσει 35 ποσοστιαίες μονάδες από τον Μάιο του 2019 και 17 από τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, χάνοντας την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των Ελλήνων την οποία κατείχαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας 2010-2019. Στην τρίτη θέση η Ρωσία με 34% και περιορισμένες απώλειες 3 μονάδων, και στην τέταρτη η Κίνα (30%) που εισπράττει τη δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς της στην πανδημία υποχωρώντας κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες. Τέλος, η Γερμανία φαίνεται να χάνει το έδαφος που είχε κερδίσει στην ελληνική κοινή γνώμη μετά το 2016, υποχωρώντας στο 15% μετά από απώλειες συνολικά 18 μονάδων από τον Μάιο του 2019.
Σε επίπεδο ηγετών μεγάλων δυνάμεων, η τάση ακολουθεί την επιρροή των χωρών τους στην ελληνική κοινωνία. Ο Εμανουέλ Μακρόν απολαμβάνει υψηλά ποσοστά δημοφιλίας (61%) την τελευταία περίοδο και ο Βλαντιμίρ Πούτιν ενισχύει την εικόνα του κατά 5 μονάδες στο 58%. Οι υπόλοιποι ακολουθούν αντίρροπη τάση, με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται στα πρόσωπα του Σι Τζινπίνγκ, με 37% θετικές γνώμες και πτώση 16% από τον περασμένο Δεκέμβριο, και της Άνγκελα Μέρκελ η οποία υποχωρεί επίσης κατά 16 μονάδες στο 12%, αγγίζοντας τα ιστορικά της χαμηλά στα χρόνια της πρώτης μνημονιακής περιόδου. Τέλος, Ντόναλντ Τραμπ και Μπόρις Τζόνσον κινούνται σε διαρκή χαμηλά επίπεδα της τάξης του 15% και 11% αντίστοιχα, ενώ στην πρώτη μέτρησή της, χαμηλή αποδοχή καταγράφει και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο 26%.