Έμπρακτη αναγνώριση του γεγονότος ότι η Ελλάδα, πέρα από το γεγονός ότι ασπάζεται τις ίδιες αξίες, διαδραματίζει σημαντικό σταθεροποιητικό, ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου χαρακτηρίζει ο Νίκος Δένδιας τις πρόσφατες αμυντικές συμφωνίες που υπέγραψε η χώρα μας με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Σε συνέντευξή του στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής ο υπουργός Εξωτερικών τονίζει ότι οι συμφωνίες αυτές θωρακίζουν περαιτέρω την χώρα μας από εξωτερικές απειλές, από όπου και εάν προέρχονται και επισημαίνει -ουσιαστικά απαντώντας στις αντιδράσεις της Άγκυρας– ότι δεν στρέφονται εναντίον οιουδήποτε.
Ο κ. Δένδιας επικρίνει έντονα την Τουρκία για την επιθετικότητα που επιδεικνύει λέγοντας ότι η «ρητορική της είναι τόσο απαράδεκτη όσο και αδικαιολόγητη. Εκτός και εάν η Τουρκία βλέπει εαυτόν ως οιονεί επιτιθέμενο».
Ολόκληρη η συνέντευξη του υπουργού Εξωτερικών:
Κύριε υπουργέ, τι σημαίνουν για την Ελλάδα οι δύο πρόσφατες Συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ;
Οι Συμφωνίες αυτές καταρχήν θωρακίζουν περαιτέρω την χώρα μας από εξωτερικές απειλές, από όπου και εάν προέρχονται. Εντούτοις, όπως έχω τονίσει κατ’ επανάληψη, δεν στρέφονται εναντίον οιουδήποτε. Είναι καθαρά αμυντικής φύσης. Για το λόγο αυτό μας προκαλεί εντύπωση η ιδιαίτερα έντονη αντίδραση της Τουρκίας, η οποία τις τελευταίες εβδομάδες έχει κλιμακώσει την προκλητική ρητορική εναντίον της χώρας μας. Η ρητορική αυτή είναι τόσο απαράδεκτη όσο και αδικαιολόγητη. Εκτός και εάν η Τουρκία βλέπει εαυτόν ως οιονεί επιτιθέμενο. Αλλά θα μου επιτρέψετε δύο ευρύτερες παρατηρήσεις όσον αφορά τις Συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ.
Πρώτον, αμφότερες αποτελούν σημαντικές ψηφίδες στην ευρύτερη προσπάθεια που καταβάλλουμε για την εμπέδωση της ασφάλειας και της σταθερότητας τόσο για τη χώρα μας, όσο και για την ευρύτερη περιοχή, στη βάση πάντα του διεθνούς δικαίου. Οι συμφωνίες αυτές έρχονται να προστεθούν στη σειρά Συμφωνιών που έχει συνάψει η κυβέρνηση Μητσοτάκη μέσα σε δύο χρόνια. Η διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων στην πράξη και η διεύρυνση των συνεργασιών και συμμαχιών μας ήταν και παραμένει βασικός άξονας της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, οι μεγαλύτερες στρατιωτικές Δυνάμεις στη Δύση, πυρηνικές δυνάμεις και μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν αποφάσισαν, ξαφνικά, ελαφρά τη καρδία, να επενδύσουν στην προστασία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψη τους και το ενδεχόμενο εμπλοκής με την, επίσης Νατοϊκή Σύμμαχο, Τουρκία. Η απόφαση τους αυτή έχει επίσης ένα ιδιαίτερο συμβολισμό. Αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα, πέρα από το γεγονός ότι ασπάζεται τις ίδιες αξίες, διαδραματίζει σημαντικό σταθεροποιητικό, και θα χρησιμοποιήσω την έκφραση του Αμερικανού ομολόγου μου κ. Blinken, “ηγετικό” ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.
Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ θεωρούν ότι είναι προς το συμφέρον των δύο αυτών χωρών να επενδύσουν στην ασφάλεια και την ευημερία της χώρας μας. Και να προσθέσω κάτι που έγινε ιδιαίτερα αντιληπτό στις επαφές μου στο Παρίσι και στην Ουάσιγκτον: Οι χώρες αυτές εκτιμούν το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει διευρύνει τους ορίζοντές της και έχει πάψει να ασκεί περιορισμένης εμβέλειας “τουρκο-κεντρική” εξωτερική πολιτική. Είναι πασιφανές πλέον ότι η Ελλάδα έχει ρόλο και λόγο στις περιφερειακές εξελίξεις.
Τι μηνύματα στέλνει το γεγονός ότι οι ΗΠΑ επέλεξαν να αναβαθμίσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα και μάλιστα σε μια περίοδο που το στρατηγικό ενδιαφέρον τους στρέφεται περισσότερο προς άλλες περιοχές, πέραν της Ευρώπης;
Θα υπογραμμίσω αυτό που είπατε. Οι ΗΠΑ έχουν στρέψει μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντός τους στην περιοχή του Ινδο – Ειρηνικού. Η Ελλάδα αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τις ΗΠΑ να αποσύρονται από την Ευρώπη. Τη στιγμή που άλλες Ευρωπαϊκές χώρες είναι διατεθειμένες να πληρώσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες προκειμένου να σταθμεύσουν δυνάμεις στο έδαφος τους, οι ΗΠΑ αποφασίζουν να επενδύσουν, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά, στην Ελλάδα. Σε περιοχές ειδικού ενδιαφέροντος για εμάς, όπως η Θράκη και η Κρήτη, και τούτο ανεξαρτήτως της τουρκικής αντίδρασης.
Αναμφίβολα, η κίνηση αυτή υποδηλώνει τη στρατηγική σημασία που εξακολουθούν να αποδίδουν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα για την εμπέδωση ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή μας. Επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι οι ΗΠΑ, για πρώτη φορά στα χρονικά, πήγαν ένα βήμα παραπέρα, κάνοντας ρητή αναφορά στην προστασία των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στη βάση του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Η πρόσφατη Συμφωνία αποτελεί σημαντική ελληνική επιτυχία, η οποία πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα τις εξελίξεις στο παγκόσμιο σύστημα. Όχι, υπό στενό ελληνο-κεντρικό πρίσμα και με απαρχαιωμένες ιδέες, όπως, δυστυχώς, κάνουν διάφορες φωνές στην Αντιπολίτευση, οι οποίες αναζητούν, ματαίως θα έλεγα, δικαιολογίες για να μην παραδεχθούν την επιτυχία αυτή.
Κατά την εκτίμησή σας, ποιες οι προοπτικές για τις ευρωτουρκικές σχέσεις;
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Μαρτίου ήταν σαφές: Εφόσον υπάρξει υποτροπή στην τουρκική συμπεριφορά, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να λάβει μέτρα, τα οποία θα υποδηλώνουν ότι η συμπεριφορά αυτή δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Λαμβάνοντας υπόψη τις τουρκικές ενέργειες στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, αλλά και τις πρόσφατες προκλήσεις στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ελλάδας και της Κύπρου, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με προτροπή του ίδιου του Ύπατου Εκπροσώπου κ. Borrell, αποφάσισαν να εξετάσουν σχετικά μέτρα στο άμεσο μέλλον.
Συγκρατώ το γεγονός ότι την εν λόγω πρόταση στήριξαν, πέρα από τις χώρες που είναι φίλα προσκείμενες προς τις θέσεις μας, και άλλες χώρες που, μέχρι τώρα, τηρούσαν σιγήν ιχθύος. Παράλληλα, χώρες που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αντίθετες, παρέμειναν σιωπηλές. Είναι πλέον φανερό ότι η ανοχή από τις Ευρωπαϊκές χώρες προς την τουρκική προκλητικότητα βαίνει μειούμενη.
Βεβαίως, η ταχύτητα με την οποία η τάση αυτή θα οδηγήσει σε απτά αποτελέσματα είναι άλλο ζήτημα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου για να ληφθεί κάθε απόφαση στην εξωτερική πολιτική χρειάζεται ομοφωνία των 27, είναι όπως ένα δεξαμενόπλοιο που αλλάζει ρότα. Απαιτεί χρόνο, συνεχή προσπάθεια και εγρήγορση. Ο στόχος της επιβολής νέων μέτρων δεν είναι να βλάψουν την Τουρκία, ούτε βεβαίως την τουρκική κοινωνία, μεγάλο μέρος της οποίας πιστεύω ότι προσβλέπει στην ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Στόχος είναι να δοθεί ένα σαφές μήνυμα ότι η παρούσα τουρκική συμπεριφορά, η οποία πλέον ξεφεύγει της κοινής λογικής, είναι απαράδεκτη και καταδικαστέα.
Η Συμφωνία με τη Γαλλία έφερε στο προσκήνιο και την συζήτηση για την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία. Με τα σημερινά δεδομένα, πόσο ορατή είναι κατά την άποψή σας μία τέτοια προοπτική;
Θα μου επιτρέψετε να επισημάνω ότι το βασικό ερώτημα δεν είναι τόσο εάν είμαστε κοντά στην δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αυτόνομης αμυντικής ταυτότητας, ενταγμένης στο ευρω-ατλαντικό πλαίσιο, αλλά κατά πόσο αυτή αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη ή όχι. Και η απάντηση είναι σαφώς καταφατική. Η Ευρώπη θα κληθεί στο σύντομο μέλλον να διαχειριστεί κρίσεις ασφαλείας στον άμεσο περίγυρό της, κρίσεις στις οποίες δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ.
Αυτές θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, δεν είναι επαρκείς. Άρα, πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για την ενίσχυσή τους. Η Ελλάδα διαδραματίζει θετικό ρόλο, στον βαθμό που το επιτρέπει το μέγεθός της. Η Συμφωνία με την Γαλλία δεν αποτελεί αμελητέο βήμα. Συνεισφέρει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ Ευρωπαϊκών κρατών, καθώς και στην ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Η προσπάθεια που καταβάλλει τόσο η χώρα μας όσο και η Γαλλία είναι απολύτως συμβατή με την ενίσχυση των δεσμών με τις ΗΠΑ, τόσο σε διμερές επίπεδο, όσο και εντός του ΝΑΤΟ. Αλλά, για να επιστρέψω στο αρχικό ερώτημα σας, φοβάμαι ότι η προοπτική της ευρωπαϊκής αυτονομίας δεν είναι ακόμα τόσο ορατή, όσο απαιτούν οι εξελίξεις στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον ασφαλείας.
Συμμετείχατε προ ημερών στη Διάσκεψη για τη Λιβύη. Σε τι σημείο βρίσκονται σήμερα οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Λιβύη, πώς εξελίσσεται η πορεία προς την ομαλοποίηση της κατάστασης σε αυτή την χώρα και πώς βλέπετε την επόμενη ημέρα για τη Λιβύη;
Η Διάσκεψη έλαβε χώρα στην Τρίπολη και συμμετείχα, προσκεκλημένος της Λίβυας ομολόγου μου. Αυτό από μόνο του υποδηλώνει τη σημασία που αποδίδει η ίδια η Λιβύη στις σχέσεις με τη χώρα μας. Η σχέση αυτή χτίστηκε μέσω συνεχών επαφών μας με όλους τους βασικούς «παίκτες» στην Λιβύη. Με επιχειρηματικές αποστολές, με το άνοιγμα της Πρεσβείας μας στην Τρίπολη και του Γενικού Προξενείου στη Βεγγάζη. Η εμπιστοσύνη και ο αλληλοσεβασμός καλλιεργούνται, χτίζονται. Και εμείς επενδύουμε στις σχέσεις αυτές.
Διότι η σταθερότητα και η ευημερία της Λιβύης, η οποία απέχει είκοσι λεπτά πτήσης από την Κρήτη, αποτελεί άμεση προτεραιότητα για εμάς. Η κατάσταση στη Λιβύη επηρεάζει και τις άλλες χώρες της περιοχής, όπως τον στρατηγικό εταίρο μας, την Αίγυπτο. Άρα, η σταθεροποίηση της Λιβύης αποτελεί για εμάς μονόδρομο.
Πρώτο βήμα αποτελεί η άμεση αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων και των μισθοφόρων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που στηρίζονται από την Τουρκία, και η διενέργεια των εκλογών στη συμφωνημένη ημερομηνία, δηλαδή στις 24 Δεκεμβρίου.
Την τελευταία διετία είχαμε συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, πολιτική συμφωνία με την Αλβανία, αμυντικές συμφωνίες με Γαλλία και ΗΑΕ, επέκταση της συμφωνίας με τις ΗΠΑ. Να περιμένουμε το επόμενο διάστημα νέες εξελίξεις στην κατεύθυνση ενίσχυσης των συμμαχιών της χώρας;
Βεβαίως, η προσπάθεια συνεχίζεται. Αύριο θα συναντηθώ στο Λονδίνο με τη Βρεταννή ομόλογό μου και θα υπογράψουμε διμερή συμφωνία συνεργασίας, η οποία καλύπτει έναν μεγάλο αριθμό τομέων, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής. Η συμφωνία αυτή δεν είναι αμιγώς αμυντική, όπως οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αποτελεί Συμφωνία -Πλαίσιο, η οποία θα επιτρέψει την εμβάθυνση των σχέσεων μας με μια χώρα, με την οποία μας συνδέουν παραδοσιακοί δεσμοί φιλίας αιώνων. Μια χώρα, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική ανεξαρτησία.
Μία χώρα με την οποία πολεμήσαμε στο ίδιο πλευρό σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Μια πυρηνική δύναμη, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο. Θέτουμε τις βάσεις για την εμβάθυνση της σχέσης αυτής σε ένα νέο πλαίσιο μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εφόσον οι συγκυρίες το επιτρέψουν, στο μέλλον θα συνάψουμε και άλλες συμφωνίες με βασικό γνώμονα την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων, στο πλαίσιο της αλληλοκατανόησης και του αλληλοσεβασμού μεταξύ των κρατών, στη βάση πάντα του διεθνούς δικαίου και των σχέσεων καλής γειτονίας.