Quantcast

Άννα Ευθυμίου: Αυστηρότερα μέτρα για τους παιδοβιαστές, να εκτίουν το σύνολο της ποινής τους

Ερώτηση στη Βουλή από τη βουλευτή Α’ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας

Την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση των αδικημάτων σεξουαλικής φύσης σε βάρος των ανηλίκων, επισήμανε σε ερώτησή της στη Βουλή η βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης της ΝΔ Άννα Ευθυμίου, προτείνοντας αποτελεσματικότερο σχεδιασμό στα θέματα αυτά, που συγκλονίζουν εσχάτως την ελληνική κοινωνία.

«Δεδομένου ότι η σεξουαλική παιδική κακοποίηση, η ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων είναι από τα πιο ειδεχθή αδικήματα με τεράστια ηθική απαξία και κοινωνική κατακραυγή και δικαιολογημένα, καθόσον τα παιδιά αποτελούν κατεξοχήν θύματα ανυπεράσπιστα και με μειωμένη ικανότητα αντίδρασης: α) καθίσταται επιτακτικότερη η ανάγκη εξειδικευμένης προσέγγισης αυτών των ανήλικων από Φορείς – Κοινωνικές Υπηρεσίες με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό σε θέματα ψυχολογίας, παιδοψυχολογίας, επικοινωνιακών τεχνικών και τεχνικών λεκτικής αποκλιμάκωσης και β) καθίσταται αναγκαία η εκ νέου αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισής τους και συγκεκριμένα οι καταδικασθέντες για τέτοια αδικήματα να εκτίουν το σύνολο της επιβληθείσας από το Δικαστήριο ποινής και να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που ρυθμίζουν την απόλυση καταδίκου υπό όρο», τόνισε η Άννα Ευθυμίου.

Όπως υπογράμμισε η βουλευτής, ορθά, ύστερα από την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα από την Κυβέρνηση, ο νόμος τιμωρεί με τη μοναδική ποινή της ισόβιας κάθειρξης τον βιαστή ανηλίκων και έχει επέλθει η πιο αυστηρή ποινική μεταχείριση των αδικημάτων σεξουαλικής φύσης σε βάρος ανηλίκων. Ωστόσο, τόσο το πρόσφατο τραγικό περιστατικό με τη σεξουαλική κακοποίηση του 12χρονου κοριτσιού στον Κολωνό, τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό του και τη μητέρα του να κατηγορείται για μαστροπεία, όσο και τα αποθαρρυντικά στοιχεία έρευνας του Π.Ο.Υ όπου αναφέρει ότι 1 στα 5 παιδιά πέφτει θύμα κάποιας μορφής κακοποίησης, καταδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω ενέργειες από την πλευρά της Πολιτείας, για την κάλυψη τυχόν κενών.

Στο πλαίσιο αυτό, όπως αναφέρει η κ Ευθυμίου, οι εκπαιδευτικοί, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι εισαγγελικές αρχές βρίσκονται στο επίκεντρο της προστασίας των παιδιών. Παρά ταύτα, η δυσκολία και ο φόβος εμπλοκής από την πλευρά των εκπαιδευτικών σε τέτοια περιστατικά και από την άλλη το γεγονός ότι τα παιδιά που βιώνουν μια τέτοια κατάσταση φοβούνται, ντρέπονται και κρύβονται, εντείνει τις δυσκολίες εντοπισμού και αντιμετώπισης τέτοιων περιστατικών. Ένας ακόμα δύσκολος κρίκος είναι η δυσκολία ενημέρωσης των γονέων, αφού οι τελευταίοι κάποιες φορές είτε φοβούνται είτε ντρέπονται είτε είναι η αιτία του προβλήματος.

Επίσης, πρέπει να αναφερθεί πως η ύπαρξη ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού δεν είναι αυτονόητη για όλες τις σχολικές μονάδες, παρά τις σημαντικές προσπάθειες που έχει καταβάλει το Υπουργείο Παιδείας τα τελευταία χρόνια στην κατεύθυνση αυτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας υπηρετούν 2.996 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί για 13.201 σχολεία γενικής παιδείας. Οι παραπάνω αριθμοί καταδεικνύου πως δεν επαρκούν. Κάθε ψυχολόγος ή κοινωνικός λειτουργός αναλαμβάνει έως και 5 σχολεία στην εποπτεία του, στα οποία παρίσταται μόλις μία φορά την εβδομάδα. Και αν στα παραπάνω προστεθεί ότι το μαθητικό δυναμικό σε πολλά σχολεία ξεπερνά τους 200 – 300 μαθητές αντιλαμβανόμαστε πως το έργο τους είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να έχει το αναγκαίο βάθος, καθώς δεν υπάρχει ουσιαστικός χρόνος για να αποκτηθεί εποπτεία σε κάθε περιστατικό, αφού πρέπει να ιεραρχούν τις ανάγκες.

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως οι υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας στους περισσότερους Δήμους είναι υποστελεχωμένες. Οι διαθέσιμοι κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι τις περισσότερες φορές δεν παρέχουν έργο της αρμοδιότητάς τους, ήτοι συμβουλευτική – ψυχοκοινωνική υποστήριξη σε παιδιά και ενήλικες, αλλά ενημερώνουν απλά τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες για επιδόματα. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας μόλις 556 υπάλληλοι εργάζονται σε κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων σε όλη τη χώρα, αριθμός που βέβαια δεν μπορεί να συγκριθεί με το μέγεθος των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.