Quantcast

Aνδρουλάκης: Προτεραιότητα μας μια «πράσινη» μετάβαση που δεν θα αφήνει πίσω κανέναν

«Να επενδύσουμε σε ένα καλό δίκτυο από το Ταμείο Ανάκαμψης, να δημιουργήσουμε μια νέα κουλτούρα εξοικονόμησης», τόνισε ο υποψήφιος για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής

Ο Νίκος Ανδρουλάκης συνεχίζει τις περιοδείες του σε όλη την χώρα ενόψει των εσωκομματικών εκλογών. Την Τρίτη το πρωί, διοργάνωσε στην Αθήνα μια συζήτηση για τον απόηχο και τα συμπεράσματα της Διάσκεψης για το κλίμα COP26 των Ηνωμένων Εθνών στη Γλασκώβη.

Την συζήτηση συντόνισε ο Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής Ενεργειακής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής ΕΜΠ και σύμβουλος του υποψήφιου προέδρου σε θέματα ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής. Επίσης, συμμετείχαν ο Γενικός Διευθυντής Ελληνικού Γραφείου Greenpeace, Νίκος Χαραλαμπίδης, ο Διευθυντής Κέντρου Ερευνών Ανανεώσιμων Πηγών & Κλιματικής Αλλαγής της Κένυα, Ιωάννης Τσιπουρίδης, και η Φυσικός και Ακτιβίστρια για το Περιβάλλον, Σάντυ Φαμελιάρη.

Τονίζοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και για τη χώρα μας όπου φέτος κάηκαν πάνω από 8 φορές περισσότερα στρέμματα από ότι τον προηγούμενο χρόνο, ο κ. Ανδρουλάκης υπενθύμισε την «απίστευτη τραγωδία» στη Β. Εύβοια. Όπως σημείωσε ότι πρέπει «να φτιάξουμε ανθεκτικές κοινωνίες, όπου αυτές οι μεταβολές δεν θα υπονομεύσουν βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και θα περιφρουρήσουν και τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον». Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας και του rescEU, ένα «υπερεθνικό ευρωπαϊκό εργαλείο που θα βοηθά τις κοινωνίες να γίνονται ανθεκτικότερες.

Σημείωσε ακόμα την ανάγκη για μία δίκαιη πράσινη μετάβαση, αξιοποιώντας τα Ευρωπαϊκά και εθνικά ταμεία ώστε οι περιοχές που πλήττονται, η Μεγαλόπολη, η Πελοπόννησος και η Δυτική Μακεδονία, να στηριχτούν ώστε οι κοινωνίες τους να μη φτωχοποιηθούν «δεν πρέπει η πράσινη μετάβαση να είναι αφορμή να μείνουν κάποιοι πίσω». Όπως επισήμανε «κομβικό θέμα για να συζητήσουμε για τη δίκαιη μετάβαση είναι ένα καλό δίκτυο. Να επενδύσουμε από το Ταμείο Ανάκαμψης για να φτιάξουμε ένα καλό δίκτυο υψηλής διασυνδεσιμότητας, που θα βοηθήσει να εκδημοκρατιστεί η παραγωγή των ΑΠΕ, δημιουργώντας παράλληλα μια νέα κουλτούρα εξοικονόμησης. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ενεργειακές κοινότητες για τον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα και για άλλους τομείς της οικονομίας, αλλά και βέβαια με εκατοντάδες χιλιάδες φωτοβολταϊκά στις στέγες» ώστε όλοι οι πολίτες να μπορούν να γίνουν και παραγωγοί και να μην είναι μόνο παθητικοί καταναλωτές.

Υπογράμμισε ακόμα την μεγάλη σημασία του προγράμματος “Εξοικονομώ” με τη χρήση όμως αντικειμενικών κριτηρίων και όχι όποιος προλάβει, υπενθυμίζοντας την απάντηση που είχε λάβει από την Επίτροπο Φερέιρα όταν την είχε ρωτήσει σχετικά. «Να χρησιμοποιηθεί ώστε οι φτωχότεροι Έλληνες και Ευρωπαίοι να έχουν καλή μόνωση και να προστατεύονται από την περιπέτεια της ενεργειακής κρίσης».

Από τη μεριά του ο κ. Χαραλαμπίδης ανέφερε ότι «από το 1995 που έγινε η πρώτη συνάντηση, στο Βερολίνο ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε, απλώς καθυστερούμε και τα μέτρα γίνονται πιο ακριβά, πιο άδικα, πιο επώδυνα, πιο επείγοντα και επιτακτικά. Σήμερα βρισκόμαστε αντί να συζητάμε για κλιματική αλλαγή να συζητάμε για κλιματική κρίση». Και πρόσθεσε ότι «αυτό που τώρα χαρακτηρίζουμε προσφυγική κρίση θα είναι παιδικό πάρτι» καθώς ο ΟΗΕ αναμένει ότι 250 εκατομμύρια άνθρωποι θα γίνουν πρόσφυγες λόγω των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.

«Υπάρχει κενό από τις εταιρείες και τους πολιτικούς. Ενώ οι πολιτικοί σέβονται και στηρίζουν στο κομμάτι των εμβολίων, στο κομμάτι της κλιματικής αλλαγής δεν δίνουν να το αποδέχονται τα επιστημονικά δεδομένα και να πιέζονται όσο θα έπρεπε», υπογράμμισε από την πλευρά του ο κ. Τσιπουρίδης.

Η Σάντυ Φαμελιάρη τόνισε πως «διαδηλώνουμε, φωνάζουμε γιατί φοβόμαστε. Ακούσαμε πολλές υποσχέσεις, αλλά δεν έχουμε δει κάποια αποφασιστική κίνηση. Το 2015 στο Παρίσι είδαμε μια προσπάθεια πιο φιλόδοξων αποφάσεων και βλέπουμε ότι σήμερα έξι χρόνια μετά δεν έχει αλλάξει κάτι. Η νέα γενιά ξέρει τις αποφάσεις, αλλά η νέα γενιά φοβάται, γιατί δεν υπάρχει χρόνος», καταλήγοντας ότι «δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι το 2030, δεν έχουμε αυτό το περιθώριο».