Η μη λύση του Κυπριακού διευκολύνει το τουρκικό σχέδιο της γαλάζιας πατρίδας. Όσοι πιστεύουν ότι η μη λύση είναι πατριωτισμός πλανώνται πλάνην οικτρά, υπογράμμισε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
«Η Τουρκία αποτελεί τον απόλυτο Άλλο για την ΕΕ και, ταυτοχρόνως, την εγγύηση της ισορροπίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη, λόγω προσφυγικού-μεταναστευτικού. Η έλλειψη ευρωπαϊκής, εξωτερικής πολιτικής αφήνει τα περιθώρια στην Τουρκία να επιβάλλεται, ακόμα και ως παραγωγός προβλημάτων, ως ο βασικός παράγοντας της λύσης τους». Τα παραπάνω τόνισε, μεταξύ άλλων η βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ σε συνέντευξή της στην κυπριακή εφημερίδα «Χαραυγή» της Κυριακής, απαντώντας σε έξι ερωτήσεις για τα ελληνοτουρκικά.1.Την περασμένη βδομάδα μιλούσαμε για την πιθανότητα θερμού επεισοδίου μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ενώ αυτή τη βδομάδα έχει προστεθεί και το ενδεχόμενο σύρραξης μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης. Μήπως η περιοχή έχει εισέλθει σε ένα νέο κύκλο διεθνούς κρίσης;
Οι εστίες κρίσης πια στην Ανατολική Μεσόγειο είναι πάρα πολλές –από τη Συρία μέχρι τη Λιβύη και τώρα την Παλαιστίνη με την επικείμενη προσάρτηση από το Ισραήλ των κατεχομένων – οι διεθνείς και περιφερειακοί παίκτες διαρκώς αυξάνουν με συγκρουσιακά και επάλληλα συμφέροντα, ενώ οι τοπικοί εμφύλιοι αναζωπυρώνονται διαρκώς με τις πολεμικές παρεμβάσεις δι’ αντιπροσώπων των περιφερειακών παικτών. Η απειλή σύρραξης μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης επιβεβαιώνει την κρισιμότητα και τη γενίκευση της κρίσης, ενώ αποδεικνύει την αποτυχία ειρηνευτικών διαδικασιών. Η συνολική αναθεωρητική κινητικότητα έχει διαμορφώσει πλέον παράλληλες, απειλητικές πραγματικότητες: το παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο λοιπόν, που τέμνει κάθετα την Ανατολική Μεσόγειο, πυροδοτεί πολλές εστίες, όχι μόνο τα ελληνοτουρκικά.
Επί χρόνια η ελληνική εξωτερική πολιτική βασίστηκε στο δόγμα της αδράνειας. Το Μακεδονικό αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση. Έλειπε λοιπόν ο στρατηγικός σχεδιασμός που θα τοποθετούσε την Ελλάδα ενεργητικά στο επίκεντρο της γειτονιά της, ως εγγυήτρια της ειρήνης, της αλληλεγγύης και της σταθερότητας, το μόνο στρατηγικό σχέδιο ικανό να ανακόπτει τους αναθεωρητικούς σχεδιασμούς. Η λύση του Μακεδονικού άνοιξε νέους δρόμους και έθεσε σε κίνηση την ελληνική εξωτερική πολιτική στη βάση ενός οραματικού πραγματισμού, θεμελιωμένου στο διεθνές δίκαιο και τον έντιμο συμβιβασμό.
Μέσα από ποιά οπτική μπορεί να αποτιμηθεί σωστά η αξία των τριμερών συνεργασιών που συνήψαν τα τελευταία χρόνια Κύπρος και Ελλάδα με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, όταν αυτές έγιναν κόκκινο πανί για την Τουρκία;
Οι τριμερείς συνεργασίες αποτελούν μέρος μιας στρατηγικής περιφερειακών πρωτοβουλιών, που δεν απέβλεπε στην περιθωριοποίηση της Τουρκίας αλλά στη συγκρότηση μιας πολυδιάστατης πολιτικής, μιας εκ νέου ισορροπίας και σταθερότητας στην κλυδωνιζόμενη, και από το νεοθωμανικό αναθεωρητισμό της Τουρκίας, περιοχή. Από την άλλη μεριά βέβαια, οι τριμερείς συνεργασίες δείχνουν τα όρια τους, αν δεν πάνε παράλληλα με την επίλυση των προβλημάτων. Όσο το Κυπριακό παραμένει ανοικτό ή οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε ένταση και με εκκρεμότητες, οι τριμερείς συνεργασίες δεν θα μπορούν να διαμορφώσουν μια διαρκή, σταθεροποιητική πραγματικότητα, όχι επειδή γίνονται κόκκινο πανί για την Τουρκία, αλλά γιατί η ειρήνη δεν μπορεί να τέμνεται από σημεία που εν δυνάμει λειτουργούν αποσταθεροποιητικά ή από κενά στη γεωγραφία της περιοχής. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επεδίωκε, παράλληλα με τις τριμερείς, το διάλογο με την Τουρκία και την επίλυση του Κυπριακού.
Τελικά η ΕΕ δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να ελέγξει με ουσιαστικό τρόπο την Τουρκία και να εμποδίσει τις επεκτατικές της βλέψεις στην Ανατολική Μεσόγειο;
Η ΕΕ στερείται ενιαίας εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και βεβαίως μηχανισμών άσκησής της. Συγχρόνως, λόγω εσωτερικών αντιπαραθέσεων, δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει μια ενιαία, προσφυγική-μεταναστευτική πολιτική. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι, από τη μια μεριά η Τουρκία να αποτελεί τον απόλυτο Άλλο για την ΕΕ και, ταυτοχρόνως, την εγγύηση της ισορροπίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη, λόγω προσφυγικού-μεταναστευτικού. Η έλλειψη ευρωπαϊκής, εξωτερικής πολιτικής αφήνει τα περιθώρια στην Τουρκία να επιβάλλεται, ακόμα και ως παραγωγός προβλημάτων, ως ο βασικός παράγοντας της λύσης τους.
Η Ελλάδα -και η Κύπρος- πρέπει, με την ευκαιρία της Γερμανικής Προεδρίας, να πρωτοστατήσει, όπως με το Ελσίνκι (1999-2004) ή τη θετική ατζέντα με βάση το προσφυγικό (2015-2016), για ενίσχυση του ευρωτουρκικού διαλόγου. Η απειλή κυρώσεων είναι η μια όψη, η προοπτική αναθεώρησης της τελωνειακής ένωσης ή η καθιέρωση ισχυρού μηχανισμού νόμιμης επανεγκατάστασης προσφύγων από την Τουρκία στην ΕΕ, είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος: του ευρωτουρκικού διαλόγου. Στο διάλογο πρέπει να συμπεριληφθούν τα δικά μας: σεβασμός του διεθνούς δικαίου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η ΕΕ δεν κινητοποιείται αν δεν πιεστεί να εμπλακεί, όπως έδειξε και η διεύρυνση στα δυτικά Βαλκάνια.»