Το διοξείδιο του άνθρακα βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων και στη διάσκεψη COP26 στη Γλασκόβη. Εχει, άλλωστε, αναγορευτεί σε βασικό «μέτρο» για την αποτίμηση της κατάστασης του πλανήτη και για τους υπολογισμούς που αφορούν στο μέλλον του.
Οπως, επίσης, και για την αξιολόγηση των επιδόσεων – θετικών και αρνητικών – των διάφορων κρατών και κυβερνήσεων, όπως και των πολιτών τους.
Δικαίως. Το διοξείδιο αποτελεί ένα παράγωγο της καύσης οργανικών ενώσεων το οποίο συνοδεύει σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Εχει χαρακτηριστεί δε από τους επιστήμονες ως ο «φονέας της ατμόσφαιρας».
Θεωρείται, ως εκ τούτου, ο βασικός υπεύθυνος για την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας, το αποκαλούμενο «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και για τις καταστροφικές του συνέπειες.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες υπολογίζουν ότι η συγκέντρωσή του στην ατμόσφαιρα ξεπέρασε το 2020 τα 420 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm) και είναι σήμερα η μεγαλύτερη εδώ και 4 εκατ. χρόνια.
Μάλιστα, ο ρυθμός αύξησης είναι ο υψηλότερος εδώ και 66 εκατ. χρόνια, γεγονός ακόμη πιο ανησυχητικό, που κάνει τους ειδικούς να ισχυρίζονται ότι έχουμε εισέλθει ήδη σε «αχαρτογράφητες περιοχές».
Παρά δε το γεγονός ότι πέρυσι οι εκπομπές μειώθηκαν κατά σχεδόν 6,5% εξαιτίας της πανδημίας και του «παγώματος» της παγκόσμιας οικονομίας, φτάνοντας τα 34 δισεκατομμύρια μετρικούς τόνους, αυτό δεν αντιστρέφει την τάση.
Για του λόγου το αληθές, η πρόβλεψη είναι ότι φέτος θα «συντρίψουν» και το προηγούμενο ιστορικό ρεκόρ των 36,44 δισ. τόνων, που καταγράφηκε το 2019.
Τα τέσσερα σενάρια
Με αυτούς τους αριθμούς ως αφετηρία, υπάρχουν διάφορα σενάρια για το μέλλον – και μάλιστα, το σχετικά κοντινό, με ορίζοντα το 2100.
Τα πιο βασικά από αυτά είναι τέσσερα: Το πρώτο, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη να είναι μικρότερη του 1,5 βαθμού Κελσίου σε σύγκριση με την προβιομηχανική εποχή.
Το δεύτερο, η αύξηση να μην ξεπεράσει τους 2 βαθμούς. Το τρίτο, η αύξηση να φτάσει στους 2,4 βαθμούς. Και το τέταρτο, που είναι και το χειρότερο, να κυμανθεί από τους 2,7 ως τους 3,1 βαθμούς Κελσίου.
Τα δύο πρώτα σενάρια, τα πιο καλά από τα τέσσερα, προϋποθέτουν ότι οι «καθαρές» εκπομπές διοξειδίου στην ατμόσφαιρα (οι ποσότητες που εκπέμπονται μείον αυτές που απορροφώνται, με φυσικά ή τεχνητά μέσα) θα μηδενιστούν κάποια στιγμή ως το τέλος του αιώνα ή, έστω, θα πλησιάσουν το μηδέν.
Για να συμβεί, όμως, αυτό θα πρέπει θα τεθούν και να υλοποιηθούν πολύ πιο φιλόδοξοι στόχοι, καθώς με τους ήδη υπάρχοντες πιθανότερα είναι τα υπόλοιπα δύο, τα πιο κακά.
Συγκεκριμένα, εάν όλα τα κράτη τηρήσουν κατά γράμμα τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, τότε η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας θα διαμορφωθεί στους 2,4 βαθμούς.
Στην περίπτωση, από την άλλη, που εφαρμοστούν πλήρως τα μέτρα που έχουν τεθεί ήδη σε ισχύ, τότε η αύξηση θα φτάσει τους 2,7-3,1 βαθμούς – με αποτέλεσμα, ο πλανήτης και η ανθρωπότητα να βρεθούν μπροστά σε τεράστιους κινδύνους και σε άνευ προηγουμένου «ακραία» φαινόμενα.
Προφανώς, πρόκειται για δεδομένα τα οποία γνωρίζουν πολύ καλά και από πρώτο χέρι οι συμμετέχοντες στην COP26. Παρόλα αυτά, αδυνατούν να συμφωνήσουν σε μια κοινή γραμμή και προσπαθούν να επιρρίψουν οι μεν τις ευθύνες στους δε – Αμερικανοί και Ευρωπαίοι στους Κινέζους (κυρίως) και τανάπαλιν.
Οπως είναι δε γνωστό, όταν τσακώνονται τα βουβάλια την πληρώνουν βατράχια, ήτοι οι πιο φτωχοί του πλανήτη. Κι αυτό είναι κάτι που παραδέχθηκε ο ίδιος ο οικοδεσπότης της διάσκεψης, Μπόρις Τζόνσον, σε μια κρίση… ειλικρίνειας: «Γιατί θα έπρεπε να υποστούν αυτή την άμεση συνέπεια, αυτή την απώλεια και τη ζημιά, εξαιτίας των εκπομπών οι οποίες ξεκίνησαν στη χώρα μας πριν από 250 χρόνια;», αναρωτήθηκε, αναφερόμενος στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση.
Δύο αριθμοί, δύο αλήθειες
Ποιοι, λοιπόν, πρέπει να επωμιστούν τη βασική ευθύνη σήμερα; Είναι γεγονός ότι, σε απόλυτους αριθμούς, η Κίνα εκπέμπει σχεδόν διπλάσιες ποσότητες διοξειδίου στην ατμόσφαιρα σε σύγκριση με τις δεύτερες ΗΠΑ – σχεδόν 10 δισ. τόνους ετησίως έναντι περίπου 4,5 δισ. Οσο για την ΕΕ των «27» και των 450 εκατ. κατοίκων, έχει κάθε λόγο να περηφανεύεται, καθώς οι δικές της εκπομπές ξεπερνούν οριακά τα 2,5 δισ. τόνους.
Μόνο που οι παραπάνω αριθμοί δεν λένε όλη την αλήθεια. Πολύ απλά, διότι η κατάσταση αποτυπώνεται πιο πιστά όχι από το σύνολο των εκπομπών, αλλά από την ποσότητα διοξειδίου που αντιστοιχεί σε κάθε πολίτη.
Εδώ, λοιπόν, αναδεικνύεται μια διαφορετική εικόνα: Στις ΗΠΑ αναλογούν 13 τόνοι ετησίως κατά κεφαλή, έναντι 7,1 στην Κίνα και 6,5 στην ΕΕ.
Στη σχετική λίστα, μάλιστα, στις πρώτες θέσεις συναντάμε άλλες χώρες – τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με 18,2 τόνους, την Αυστραλία με 14,6, τη Σαουδική Αραβία με 14,5 και τον Καναδά με 13,8 – ενώ το αντίστοιχο ποσό στη Ρωσία είναι 10,8 τόνοι κατά κεφαλή.
Εάν σε αυτά συνυπολογίσουμε και την παράμετρο που έθεσε ο Τζόνσον, δηλαδή τα πολύ περισσότερα χρόνια που ο ανεπτυγμένος κόσμος έχει αποκομίσει οφέλη από τα ορυκτά καύσιμα και την ασύδοτη εκπομπή διοξειδίου στην ατμόσφαιρα, τότε ασφαλώς θα δώσει ένα κάποιο δίκιο στα επιχειρήματα του Πεκίνου – το οποίο ας σημειωθεί πως δεν υπέγραψε ούτε τη συμφωνία για τον περιορισμό των εκπομπών μεθανίου.
Φυσικά, εάν είναι αλήθεια ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, τότε αυτό που προέχει είναι να σωθεί και όχι να αναζητηθούν οι ευθύνες για το ποιοι την έφεραν ως εδώ. Ακόμη και έτσι, όμως, η Δύση πρέπει να επωμιστεί το μεγάλο βάρος – και η Κίνα το βάρος που συνεπάγεται η φιλοδοξία της να γίνει η νέα υπερδύναμη.
Τελικά, φαίνεται πως και εδώ «είναι η οικονομία, ανόητοι».