Quantcast

Wall Street: Βουτιά σχεδόν 500 μονάδων για τον Dow Jones

Πληθωρισμός και υψηλά επιτόκια βρίσκονται στο επίκεντρο και επιδεινώνουν το επενδυτικό κλίμα

Νέες μεγάλες απώλειες εμφανίζουν σήμερα οι αμερικανικοί δείκτες στη Wall Street, καθώς ο υψηλός πληθωρισμός και η προοπτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων επιδεινώνουν το επενδυτικό κλίμα. Άλλωστε, το αμερικανικό χρηματιστήριο εξακολουθεί να βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο του 2022.

Πιο συγκεκριμένα, ο βιομηχανικός Dow Jones υποχωρεί κατά 475 μονάδες ή κατά 1,44% και διαμορφώνεται στις 32.324 μονάδες, ενώ ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 χάνει 1,5% και επιστρέφει στις 4.061 μονάδες. Ο τεχνολογικός Nasdaq, τέλος, καθορίζεται στο -1,5% και τις 11.963 μονάδες.

Η αισθητή μείωση της διάθεσης για ρίσκο συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις αμερικανικές μετοχές, οι οποίες παραμένουν σε καθοδική τροχιά, ως απόρροια του δυσμενούς επενδυτικού περιβάλλοντος. Εξάλλου, από τις αρχές του 2022, οι τρεις δείκτες έχουν χάσει 10,6%, 23,6% και 14,4% αντίστοιχα, ευρισκόμενοι στο χαμηλότερο επίπεδο του έτους.

Η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων της Federal Reserve κατά 50 μονάδες βάσης (από 0,25% σε 0,75%) αλλά και η προοπτική περαιτέρω σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής (επίκεινται νέες αυξήσεις έως 50 μ.β.) βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής, ενόσω η διαθέσιμη ρευστότητα γίνεται ολοένα και ακριβότερη, ολοένα και λιγότερη.

Τα υψηλότερα επιτόκια, μάλιστα, επηρεάζουν περισσότερο τις τεχνολογικές εταιρείες, όπως τις μετοχές των Meta και Nvidia, οι οποίες χάνουν τουλάχιστον 4%. Από την πλευρά τους, οι μετοχές των Tesla και Alphabet υποχωρούν κατά 3,3% και κατά 1,7%, αντίστοιχα.

«Αναμένουμε ότι οι αγορές θα παραμείνουν ευμετάβλητες, καθώς οι καθοδικοί κίνδυνοι συνεχίζουν να αυξάνονται» τονίζει ο Maneesh Deshpande από τη Barclays. «Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μια μεγάλη bear market (πτωτική περίοδος), καθώς το περιθώριο ανόδου είναι περιορισμένο».

Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τυχαίο ότι η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου σκαρφαλώνει κοντά στο 3,2%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2018, δηλαδή των τελευταίων τεσσάρων ετών.