Να ανακάμψουν από τις χθεσινές απώλειες, οι οποίες οδήγησαν τον Nasdaq στο χαμηλότερο επίπεδο του 2022, επιχείρησαν κατά τη συνεδρίαση της Τετάρτης οι δείκτες της Wall Street, κλείνοντας τελικά μακριά από τα υψηλά ημέρας, με το περιβάλλον να χαρακτηρίζεται αρνητικό, καθώς η ενεργειακή κρίση, το γεωπολιτικό ρίσκο, ο υψηλός πληθωρισμός και η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής «φρενάρουν» τους αγοραστές και επιδεινώνουν το κλίμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Dow Jones ολοκλήρωσε τη συνεδρίαση με κέρδη 62 μονάδων ή 0,19% στις 33.302 μονάδες. Ενδοσυνεδριακά ο βιομηχανικός δείκτης ξεπέρασε σε άνοδο ακόμα και τις 400 μονάδες. Ο δείκτης βαρόμετρο S&P 500 έκλεισε με κέρδη 0,21% στις 4.183 μονάδες, όταν κατά τη διάρκεια της ημέρας κατέγραψε κέρδη 1,29%. Ο Nasdaq δεν κατάφερε να συγκρατήσει ενδοσυνεδριακά κέρδη 1,7%, ενώ τα τελευταία λεπτά της συνεδρίασης προσπαθούσε να σταθεροποιηθεί μεταξύ αρνητικού και θετικού προσήμου, για να κλείσει τελικά με οριακές απώλειες 0,01% στις 12.488 μονάδες.
Τα ισχυρά εταιρικά αποτελέσματα ενίσχυσαν το επενδυτικό κλίμα μετά το μεγάλο sell-off της Τρίτης. Η μετοχή της Microsoft σημείωσε άλμα 5,23%, μετά τα ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα που παρουσίασε.
Η Visa σημείωσε επίσης άνοδο περισσότερο από 6%, μετά τα τριμηνιαία αποτελέσματα, τα οποία ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Η μετοχή της Enphase Energy ενισχύθηκε 7,18%.
Η μετοχή της Meta υποχώρησε 4%. Χαμηλότερα κινήθηκε και η μετοχή της Amazon, με απώλειες 1,2%. Απώλειες και για την μετοχή της Apple. Ισχυρές αναταράξεις για τη μετοχή της Boeing, η οποία έκανε βουτιά 8,13%.
Την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός παραμένει εκτός ελέγχου, με τις κεντρικές τράπεζες να προετοιμάζονται για μια ταχύτερη και επιθετικότερη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής. Ήδη, για παράδειγμα, οι αναλυτές προεξοφλούν μια αύξηση των αμερικανικών επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης (από 0,25% στο 0,75%) το αμέσως επόμενο διάστημα.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές ανησυχίες στην Ουκρανία αλλά και τα διαδοχικά lockdown στην Κίνα (Νο.2 οικονομία παγκοσμίως) «κατεβάζουν» αισθητά τις προσδοκίες για τη φετινή ανάπτυξη, γεγονός το οποίο «φρενάρει» τους αγοραστές διεθνώς.