Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας τάσσεται υπέρ της αύξηση του κατώτατου μισθού, ωστόσο ζητά να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή των φορολογικών βαρών.
Το ΒΕΑ εκφράζει τον προβληματισμό του κατά πόσον «η αύξηση του εισοδήματος όσων αμείβονται με τα κατώτατα όρια, σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, με την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη και θα επιστρέψει στην κατανάλωση», εκτιμώντας ότι «η μηνιαία ενίσχυση των 50 ευρώ το μήνα, θα χαθεί στην αποπληρωμή του τιμολογίου του ρεύματος, στο κόστος μετακίνησης, αλλά και στην αγορά βασικών ειδών διατροφής».
Την ίδια στιγμή επίσης, το ΒΕΑ, εκτιμά ότι «οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θα επιβαρυνθούν με επιπλέον μισθολογικό κόστος. Ο κάθε εργοδότης, θα κληθεί να καταβάλει 63 ευρώ επιπλέον, για κάθε εργαζόμενο το μήνα, με αποτέλεσμα έως το τέλος του 2022, να επιβαρυνθεί με 504 ευρώ, ενώ εάν συνυπολογιστεί και η αύξηση από την 1η Ιανουαρίου, η επιβάρυνση φτάνει τα 556 ευρώ έως το τέλος της χρονιάς, σε σχέση με το 2021 (χωρίς να συνυπολογιστούν οι επιπλέον αμοιβές για τον 13ο και 14ο μισθό).
»Μια μικρομεσαία επιχείρηση με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό για το 2022, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 2.780 ευρώ. Χιλιάδες ευάλωτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποχρεούνται στο εξής, να καταβάλουν αισθητά αυξημένες αποδοχές στους εργαζομένους τους – μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές».
Στην ανακοίνωσή του το ΒΕΑ καταλήγει:
«Το Β.Ε.Α έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου μισθού να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα στάσης πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, απολύσεων, αλλά και λουκέτων.
»Η εκτόξευση του λειτουργικού κόστους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα είναι δυσβάστακτη για χιλιάδες επιχειρηματίες, εάν η κυβέρνηση δεν συνεχίσει την επιδότηση του ενεργειακού κόστους και δεν προχωρήσει σε νέες παρεμβάσεις για τη μείωσή του, με στόχο την διατήρηση τουλάχιστον των υπαρχουσών θέσεων εργασίας, με την ταυτόχρονη διατήρηση συμβάσεων πλήρους απασχόλησης και όχι την μετατροπή τους σε ευέλικτες μορφές».