ΤτΕ: Ανακάμπτει η οικονομία – Ανάπτυξη 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος που περιέχονται στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021

Στο 4,2% θα διαμορφωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά το τρέχον έτος με δυναμική ανάκαμψη στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος που περιέχονται στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021, η οποία υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο.

 

 

Η ανάκαμψη αποδίδεται στην εγχώρια ζήτησης που είχε περιοριστεί, τη έναρξη των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Για το 2022 και το 2023 η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ στο 5,3% και 3,9% αντίστοιχα.

Κατά την παράδοση της έκθεσης στον πρόεδρο της Βουλής κ. Κώστα Τασούλα ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας δήλωσε: «Για πρώτη φορά είμαστε τόσο αισιόδοξοι. Είναι μεγάλη ευκαιρία το Ταμείο Ανάκαμψης, θα φέρει για 6-7 χρόνια 75 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η πλήρης απορρόφηση εξαρτάται από τον συντονισμό του κράτους και των τραπεζών. Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος. Δεν θεωρώ ανέφικτο να έχουμε μια δεκαετία με μέσο όρο ανάπτυξης 3,5%.

 

Για την αύξηση του ΑΕΠ η πρόβλεψη μας για φέτος παραμένει αμετάβλητη στο 4,2% και για το 2022 την αναθεωρήσαμε στο 5,3%. Ζυγίσαμε τα αρνητικά και τα θετικά στοιχεία και προκύπτει ότι εάν είναι να αλλάξει η φετινή πρόβλεψη θα είναι οριακά προς το καλύτερο, παρά τις μεταλλάξεις του κορονοϊού».

 

Ερωτηθείς εάν υπάρχει αβεβαιότητα λόγω της πανδημίας σημείωσε πως υπάρχει αλλά πολύ λιγότερη φέτος. «Πρέπει να επιταχυνθεί ο εμβολιασμός», κατέληξε.

 

Πιο αναλυτικά στην Έκθεση της ΤτΕ αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

Βελτίωση των προσδοκιών – Ανάκαμψη της οικονομίας
Η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία εξακολουθούν να υφίστανται τις πολύπλευρες αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τα διαθέσιμα οικονομικά δεδομένα, η ανάκαμψη σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ξεκινήσει, χαρακτηρίζεται όμως ως άνιση και ασύμμετρη. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τις σημαντικές διαφορές μεταξύ ανεπτυγμένων, αναπτυσσόμενων και λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών όσον αφορά την πρόσβασή τους στα εμβόλια και τη δυνατότητα δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης των οικονομιών τους. Παράλληλα, ο πληθωρισμός επιταχύνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, αντανακλώντας την άνοδο των τιμών της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων βασικών εμπορευμάτων και των ναύλων μεταφοράς ξηρού φορτίου, την αυξημένη ζήτηση μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και τις διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η διαφορετική ταχύτητα ανάκαμψης μεταξύ των οικονομιών ενδέχεται να προκαλέσει αποκλίσεις στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μεταξύ των χωρών, οι οποίες επιτείνουν τις ανισότητες και αυξάνουν τους κινδύνους για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όσον αφορά στην ελληνική οικονομία, τα μέτρα στήριξης που έχουν ληφθεί σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο επέδρασαν θετικά και περιόρισαν τις επιπτώσεις της πανδημίας κατά το α΄ τρίμηνο του 2021. Η σταδιακή διεύρυνση του εμβολιαστικού προγράμματος σε περισσότερες ηλικιακές ομάδες και η επιτάχυνσή του από το Μάιο του 2021 και έπειτα έχουν δημιουργήσει θετικές προσδοκίες στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις για την πορεία της οικονομίας τους επόμενους μήνες και αναμένεται να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση. Η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) δημιουργεί προοπτικές αύξησης των επενδύσεων και επιτάχυνσης της ανάκαμψης. Εντούτοις, η ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες συνδέονται με την εξέλιξη της πανδημίας και με την πρόοδο του εμβολιαστικού προγράμματος, αλλά και μακροοικονομικές ανισορροπίες που θα πρέπει να διορθωθούν για να διασφαλιστεί η επάνοδος της οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.

Ηπιότερη του αναμενομένου ύφεση το α΄ τρίμηνο του 2021 − Βελτίωση των προσδοκιών εξαιτίας της επιτάχυνσης του προγράμματος εμβολιασμού

Στη διάρκεια του 2020 και κατά το α΄ τρίμηνο του 2021, η οικονομική δραστηριότητα υποχώρησε σημαντικά, εξαιτίας της πανδημίας και των μέτρων για τον περιορισμό της. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,2% το 2020, κυρίως λόγω της κάμψης των εξαγωγών υπηρεσιών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αντίθετα, η ανθεκτικότητα που επέδειξαν οι εξαγωγές αγαθών, η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης μετρίασαν έως ένα βαθμό τις απώλειες. Τα πολλαπλά δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν, μέρος των οποίων παραμένει σε ισχύ, σε συνδυασμό με τις δράσεις πολιτικής των ευρωπαϊκών θεσμών, περιόρισαν σημαντικά τις επιπτώσεις της πανδημίας και οδήγησαν στη σταδιακή προσαρμογή της οικονομίας στις νέες συνθήκες. Αυτή η βαθμιαία προσαρμογή διαφαίνεται από τις ηπιότερες συνέπειες που είχε το τρίτο κύμα της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, όπως αποδεικνύεται από την ισχυρή ανάπτυξη της βιομηχανίας, την ανάκαμψη των εξαγωγών, αλλά και τη σημαντική αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου.

 

Ειδικότερα, η παράταση και η αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση του τρίτου κύματος της πανδημίας οδήγησαν σε πτώση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 2,3% σε ετήσια βάση το α΄ τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, η πτώση αυτή ήταν μικρότερη από ό,τι αναμενόταν, λόγω της συνέχισης και διεύρυνσης των μέτρων στήριξης και της θετικής πορείας των επενδύσεων και των εξαγωγών αγαθών.

 

Σύμφωνα με τους διαθέσιμους δείκτες προσδοκιών και οικονομικής συγκυρίας, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει το β΄ τρίμηνο του έτους και να επιταχυνθεί το δεύτερο εξάμηνο σε συνάρτηση και με την πρόοδο του προγράμματος εμβολιασμών, την περαιτέρω άρση των περιοριστικών μέτρων και την υποχώρηση της πανδημίας.

 

Χρηματοπιστωτικός τομέας – Επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες – Συνεχίζεται η αύξηση των καταθέσεων, βελτιώνονται οριακά οι όροι και η διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης – Θετική η επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης και των παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Οι εξελίξεις στις αγορές κρατικών και εταιρικών ομολόγων παραμένουν ευνοϊκές, αντανακλώντας τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου από τους οίκους Moody’s και Standard and Poor’s. Σε αυτό συνέβαλαν καθοριστικά η απόφαση του Ευρωσυστήματος για την εφαρμογή του έκτακτου προγράμματος αγορών τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) και η απόφαση για χορήγηση παρέκκλισης (waiver) από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, με αποτέλεσμα τη συμπερίληψή τους στο πρόγραμμα PEPP και την αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων για την παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα στις εμπορικές τράπεζες. Κατά συνέπεια, έως τον Ιούνιο του 2021 οι αποδόσεις έχουν διαμορφωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και έχει διευκολυνθεί η εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου άντληση σημαντικών ποσών από την αγορά μέσω της έκδοσης ομολόγων μεγάλης διάρκειας με ιστορικά χαμηλό κόστος. Επίσης, οι ευνοϊκές διεθνείς νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες έχουν διευκολύνει, από το τελευταίο τρίμηνο του 2020 έως σήμερα, μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα να χρηματοδοτήσουν τις δραστηριότητές τους, αλλά και τις λήξεις χρέους, μέσω έκδοσης εταιρικών ομολόγων.

 

Παράλληλα, τα μέτρα χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις της Πολιτείας για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ιδιαιτέρως με την παροχή κρατικών εγγυήσεων, συνέβαλαν στην επέκταση της τραπεζικής πίστης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να είναι ισχυρότερη δεδομένων των συνθηκών ρευστότητας των τραπεζών. Η πιστωτική επέκταση, οι εθνικές δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τη στήριξη του εισοδήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων και η αποταμίευση των νοικοκυριών εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, αλλά και για λόγους πρόνοιας, οδήγησαν σε αξιοσημείωτη αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα.

 

Προβλέψεις: η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα επιταχύνει την ανάκαμψη – Επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης λόγω των μέτρων στήριξης της οικονομίας
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2021 η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί με ρυθμό 4,2%. Η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ιδιαίτερα δυναμική το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ως αποτέλεσμα της εγχώριας ζήτησης που είχε περιοριστεί, της έναρξης των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Το 2022 και το 2023 ο ρυθμός μεταβολής της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% και 3,9% αντίστοιχα.

 

Η αύξηση της αποταμίευσης που έλαβε χώρα όλο το προηγούμενο διάστημα τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και η πραγματοποίηση αγορών που είχαν αναβληθεί εκτιμάται ότι θα συμβάλουν θετικά στην αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης το τρέχον έτος. Τα επόμενα δύο έτη προβλέπεται ταχύτερη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνάρτηση με την αναμενόμενη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και την άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος.

 

Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης. Καθοριστικό ρόλο αναμένεται να παίξουν οι ευρωπαϊκοί πόροι, οι οποίοι θα χρηματοδοτήσουν δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις με κύριους στόχους την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας. Οι εξαγωγές αγαθών προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, εξαιτίας της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης. Οι εξαγωγές υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα κινηθούν ανοδικά το τρέχον έτος, καθώς οι τουριστικές εισπράξεις θα ανακάμψουν μερικώς, ενώ και η ζήτηση ναυτιλιακών υπηρεσιών θα σημειώσει αύξηση, συμβαδίζοντας με την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάκαμψη του διεθνούς εμπορίου. Η άνοδος των εξαγωγών υπηρεσιών εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί έως το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Αύξηση όμως θα σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία της εγχώριας ζήτησης.

 

Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει αρνητικός και το 2021, κυρίως λόγω των υπηρεσιών, ιδιαίτερα του τουρισμού, και των αυστηρών περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν τους πρώτους μήνες του έτους και τα οποία επηρέασαν τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών. Το 2022 και το 2023 ο γενικός δείκτης θα καταγράψει θετικό αλλά χαμηλό ρυθμό μεταβολής.

 

Το τρίτο κύμα της πανδημίας στην αρχή του 2021 κατέστησε αναγκαία την παράταση των αυστηρών περιοριστικών μέτρων και τη συνέχιση και επέκταση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης. Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης το 2021, υπολογιζόμενο με τη μεθοδολογία της ενισχυμένης εποπτείας, αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα περίπου 7,1% του ΑΕΠ.

 

Τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2020-2021 έχουν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη. Ενώ συνεχίζεται η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Ως εκ τούτου, εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών.

 

Οι προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες – Εφικτό ωστόσο το ενδεχόμενο ταχύτερης ανάκαμψης έναντι του βασικού σεναρίου

Οι προβλέψεις υπόκεινται σε κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα. Η άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτωχεύσεις ορισμένων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους που έχουν πληγεί από την πανδημία, σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και σε επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Ένας επιπλέον κίνδυνος πηγάζει από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης.

 

Από την άλλη πλευρά, η ταχύτερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η πλήρης απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων και ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη κατά την περίοδο πρόβλεψης. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την αξιοσημείωτη βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης τους τελευταίους μήνες, στο προσεχές διάστημα είναι πιθανό τα νοικοκυριά να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό του αναμενομένου, αξιοποιώντας τις αποταμιεύσεις που έχουν συσσωρεύσει για λόγους πρόνοιας και εξαιτίας της αναγκαστικής αναβολής καταναλωτικών δαπανών ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων.

Μεσοπρόθεσμα, η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (μέσω της αυξημένης διακράτησης κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, της παροχής κρατικών εγγυήσεων στο τραπεζικό σύστημα και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων) επιτείνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος (καθώς και το υψηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω της παροχής εγγυήσεων) αποτελούν παράγοντες κινδύνου και καθιστούν περισσότερο ευάλωτη την οικονομία σε μια νέα αρνητική εξωτερική διαταραχή.

 

Πρόσθετο κίνδυνο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποτελεί και το ενδεχόμενο τερματισμού των έκτακτων, λόγω της πανδημίας, μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, πριν ανακτήσουν τα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά ομόλογα θα καταστούν ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ως αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου αύξησης του πληθωρισμού.

 

Στο εξωτερικό περιβάλλον, τυχόν γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου ενδέχεται να οξύνουν την προσφυγική κρίση και να επηρεάσουν το οικονομικό κλίμα και τις επενδύσεις.

 

Παρά τους κινδύνους και την αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα θετικά αποτελέσματα που απορρέουν από την έγκαιρη και πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θεωρούνται πιο πιθανά σε σχέση με τους καθοδικούς κινδύνους, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά συνέπεια, είναι εφικτή μια καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας την περίοδο 2021-2023.