«Ενοίκιο ή δάνειο;». Ένα ερώτημα που κυριολεκτικά είχε να ακούσει η τραπεζική αγορά πάνω από 20 χρόνια, επανέρχεται στο προσκήνιο, καλώντας το καταναλωτικό κοινό να στραφεί σε δανεισμό για τις ανάγκες στέγασης.
Οι τράπεζες όχι μόνο δείχνουν πρόθυμες να στηρίξουν τις ανάγκες αυτές με τη χορήγηση νέων στεγαστικών δανείων, αλλά έχουν ήδη μπει σε έναν αρκετά έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους, ο οποίος δεδομένου ότι και τα μεγέθη της αγοράς είναι πεπερασμένα, τις ωθεί να είναι πιο «επιθετικές» στην προσέλκυση πελατείας (από πλευράς διαφήμισης και marketing) .
Άλλωστε, υπάρχουν τεράστια περιθώρια για νέα δάνεια και για να κερδηθεί το «χαμένο έδαφος» της πιστωτικής επέκτασης της συγκεκριμένης αγοράς, αν συγκρίνει κανείς ότι το 2007, το υπόλοιπο των στεγαστικών δανείων της χώρας ήταν 11 δισ. ευρώ και μία δεκαετία αργότερα, το 2017, προσγειώθηκαν σε μόλις….270 εκατ. ευρώ .
Για φέτος, η πρόβλεψη είναι το σύνολο των στεγαστικών δανείων να φθάσει τα 900 εκατ. ευρώ.
Η στεγαστική πίστη αποτελεί τον δεύτερο βασικό άξονα χρηματοδοτικής πολιτικής μετά τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η προσέγγιση του τραπεζικού τομέα θυμίζει εποχές πολύ πριν την οικονομική κρίση.
Πρόσκληση των τραπεζών για στεγαστικό δάνειο
Στο πλαίσιο αυτό και σε συνδυασμό πάντα με την κινητικότητα στην οικοδομή, αλλά και την ανοδική πορεία των ακινήτων, οι τράπεζες προσκαλούν τους πελάτες τους να λάβουν την απόφαση για ένα στεγαστικό δάνειο, που σε αρκετές περιπτώσεις – με δεδομένο και τα πολύ ψηλά ενοίκια σε αρκετές περιοχές, δυσανάλογα εν πολλοίς με την εμπορική αξία του ακινήτου – μπορεί ακόμη και να ελαφρύνει τον οικογενειακό προγραμματισμό.
Με τα σημερινά χαμηλά επιτόκια και τις επιλογές που υπάρχουν αναφορικά με τη διάρκεια, μπορεί ο καταναλωτής να επιλέξει το δάνειο που του ταιριάζει και να πληρώνει δόση ίση ή ακόμη και μικρότερη του ενοικίου.
Πρόκειται για μία αγορά που αρχίζει ξαφνικά και αναθερμαίνεται, με τη ζήτηση που διαμορφώνεται από νεαρότερες ηλικίες ( και όχι άνω των πενήντα που ήταν το μοντέλο της δεκαετίας του ΄90) και με επιτόκια κατά μέσο όρο στο 3%.
Το τελικό ύψος της δόσης είναι συνάρτηση του είδους του επιτοκίου (σταθερό ή κυμαινόμενο), της διάρκειάς του και προφανώς έχει σχέση και με το συναλλακτικό προφίλ του πελάτη και τις όποιες εγγυήσεις μπορεί να έχει. Σε κάθε περίπτωση, το σημερινό ύψος των επιτοκίων είναι μάλλον ευνοϊκό, εξ ου και δεν είναι λίγοι εκείνοι που προτιμούν το σταθερό (κλειδώνοντας μια δόση σήμερα για τα μετέπειτα χρόνια που λογικά η πορεία των επιτοκίων θα είναι ανοδική).
Συνήθως η προτιμητέα διάρκεια είναι η 15ετία.
Πηγή: Powergame.gr