Δάφνη Γρηγοριάδη
Κλείδωσε η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Ιανουάριο του 2022 κατά 2% δηλαδή στα 663 ευρώ από τα 650 ευρώ που βρίσκεται σήμερα. Πρόκειται για μια συμβολική αύξηση (κατά 13 ευρώ) μέσω της οποίας η Ελλάδα επιδιώκει να δώσει σήμα στις αγορές πως εν μέσω πανδημίας η οικονομία της αντέχει.
Παρά το γεγονός ότι ο νέος κατώτατος μισθός δεν αυξάνεται σε μεγάλο ποσοστό, θα επηρεάσει την πραγματική οικονομία, τον κουμπαρά πολιτών και επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις αλλά και με τις επερχόμενες που πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή από το επόμενο έτος.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, η οποία μπορεί να οδηγήσει και στην αύξηση της διαχρονικά αναιμικής δυστυχώς κατανάλωσης, καθώς και λιγότερες υποχρεώσεις προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Είναι φανερό ότι παρά την υγειονομική κρίση, συνεχίζονται οι προσπάθειες για την ενδυνάμωση της οικονομίας. Οι παραπάνω οικονομικές πολιτικές έρχονται σε αντιδιαστολή με τα μνημονιακά χρόνια, όπου το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είχε σημειώσει μείωση κατά μέσο όρο 34%.
Ποιοι επηρεάζονται κυρίως από την νέα αύξηση; Οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης ιδιωτικού τομέα και οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης ιδιωτικού τομέα καθώς οι οικονομικές απολαβές τους υπολογίζεται με βάση το ύψος του κατώτατου μισθού. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι πρόκειται να αυξηθεί μια σειρά βασικών επιδομάτων των οποίων τα ποσά επίσης εξαρτώνται από το ύψος του κατώτατου μισθού.
Μελέτησε το παρελθόν αν θες να ορίσεις το μέλλον έλεγε ο Κομφούκιος …
Είναι σημαντικό να αναφέρουμε κάποια στοιχεία του παρελθόντος για τον κατώτατο μισθό, διότι αν δεν γνωρίζουμε και δεν θυμόμαστε τι είχε συμβεί τα προηγούμενα έτη δεν μαθαίνουμε. Χαμηλότερα από 500 ευρώ σε μηνιαία βάση λάμβανε κατά τα χρόνια των μνημονίων το 1/5 των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, ενώ περίπου 250.000 εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης αμείβονταν με λιγότερα από 250 ευρώ. Εκτός από το τις χαμηλές αμοιβές, ανησυχητική ήταν και η αύξηση όσων απασχολούνταν μερικώς. Υπολογίζεται μάλιστα, ότι το διάστημα 2010-2018 ο αριθμός τους σχεδόν τετραπλασιάστηκε, καθώς οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να “σηκώσουν’’ το βάρος των εργοδοτικών εισφορών.
Πριν την έλευση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα, στις αρχές του 2008 το οικονομικό σκηνικό στην χώρα μας ήταν τελείως διαφορετικό. Ο μέσος μηνιαίος μισθός ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα ήταν 1.250 ευρώ, ενώ μια 10ετία μετά ο μέσος μηνιαίος μισθός “έπεσε” στα 800 ευρώ.
Κάνοντας το πέρασμα στα χρόνια της ενισχυμένης μετά- μνημονιακής εποπτείας, είναι πρόσφατη στη μνήμη μας η αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019 κατά 11%. Μια αύξηση σημαντική, η οποία ωστόσο δεν αποτυπώθηκε – στον βαθμό που θα έπρεπε- στην πραγματική οικονομία. Γιατί; Διότι οι φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τότε, εξακολουθούσαν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα. Ούτε όμως η ανεργία αποκλιμακώθηκε, καθώς οι εργοδότες έπρεπε να καταβάλουν μεγαλύτερο ύψους εργοδοτικών εισφορών. Το βάρος που προέκυψε για τον επιχειρηματικό κόσμο, έγινε ευτυχώς αντιληπτό με αποτέλεσμα την μείωση των εργοδοτικών εισφορών μερικούς μήνες αργότερα.
*Η Δάφνη Γρηγοριάδη είναι Οικονομική Αναλύτρια