Όσο αυξάνονται οι αναλυτές που προβλέπουν ότι δύσκολα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα καταφέρει να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσει μεγάλη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας και ταυτόχρονα η ευρωπαϊκή και η βρετανική οικονομία πλησιάζουν σε ύφεση, τόσο οι επενδυτές υιοθετούν πιο συντηρητική στάση και προχωρούν σε μαζικές ρευστοποιήσεις μετοχών. Το αποτέλεσμα φαίνεται στα χρηματιστηριακά ταμπλό, που σχεδόν καθημερινά βρίσκονται στο κόκκινο.
Αιτία της κακής χρηματιστηριακής εικόνας είναι η αβεβαιότητα. Ο πληθωρισμός απειλεί με νέα οικονομική κρίση και οι πιθανότητες ύφεσης την επόμενη διετία έχουν αυξηθεί σημαντικά. Η αβεβαιότητα είναι που ωθεί τον επικεφαλής επενδύσεων της Guggenheim, Σκοτ Μάινερντ, να προειδοποιεί για τoν κίνδυνο περαιτέρω πτώσης των αγορών μέσα στο καλοκαίρι. Σύμφωνα με τον Μάινερντ, οι Nasdaq και S&P 500 θα μπορούσαν να διορθώσουν συνολικά από τα ιστορικά τους υψηλά κατά 75% και 45% αντίστοιχα, όταν μέχρι σήμερα υποχωρούν κατά 29% και 18,8%.
Την περασμένη Πέμπτη, η Goldman Sachs έδωσε πιθανότητα 35% να εισέλθει η αμερικανική οικονομία σε ύφεση την επόμενη διετία, ενώ τη Δευτέρα έθεσε στόχο για τον S&P 500 τις 3.600 μονάδες σε περίπτωση ύφεσης, δίνοντας περιθώρια περαιτέρω πτώσης 8%. Σύμφωνα με την εκτίμηση της αμερικανικής τράπεζας, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομική επιβράδυνση και σε μικρότερο βαθμό την ύφεση.
Στις 12 περιπτώσεις ύφεσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο S&P 500 έχει καταγράψει πτώση από το υψηλότερο έως το χαμηλότερο σημείο της τάξης του 24% κατά μέσο όρο. Το ενδοσυνεδριακό ιστορικό υψηλότουS&P 500 ήταν στις 4.818 μονάδες στις 4 Ιανουαρίου 2022, επομένως μία πτώση κατά 24% θα τον οδηγούσε στις 3.650 μονάδες. Αν όμως, η πτώση είναι της τάξης του 30% που είναι η μέση πτώση του S&P 500 σε κρίσεις, τότε θα φτάσει στις 3.360 μονάδες, σημειώνοντας περαιτέρω πτώση 14% από τα σημερινά επίπεδα.
Η Goldman Sachs επίσης επισημαίνει ότι σε περιόδους ύφεσης, τα χρηματιστήρια αρχίζουν να προεξοφλούν την ύφεση 7 μήνες πριν την επίσημη έναρξή της και σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από μία, η αγορά έφτασε στην κορυφή πριν την ύφεση και στον πυθμένα λίγο πριν το τέλος της ύφεσης. Εξαίρεση ήταν η ύφεση του 2000 όταν η αγορά συνέχισε να υποχωρεί για πολύ καιρό μετά το τέλος της οικονομικής ύφεσης, φτάνοντας στον πυθμένα 8 μήνες μετά το τέλος της και 30 μήνες μετά την ημέρα που είχε γράψει το υψηλότερο επίπεδο πριν την ύφεση.
Σήμερα, ο δείκτης των τεχνολογικών γιγάντων της Αμερικής Nasdaq είναι αυτός που πρωταγωνιστεί στην πτώση και βρίσκεται ήδη σε bear market, ενώ πρόσφατα μαζικές ρευστοποιήσεις παρατηρούνται και στον κλάδο των καταναλωτικών προϊόντων. Ο βασικός δείκτης του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης S&P 500, τον οποίο συνθέτουν 500 από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, διορθώνει κατά 18%, ενώ μικρότερες είναι οι απώλειες για τον βιομηχανικό Dowστο -14%. Στην Ευρώπη, ο πανευρωπαϊκός EuroStoxx 50 σημειώνει πτώση 14% και ο γερμανικός DAX 11%. Ο δείκτης FTSE 100 του χρηματιστηρίου του Λονδίνου είναι ένας από τους λίγους που μέσα στο 2022 παραμένουν σχεδόν αμετάβλητοι.
Στις ΗΠΑ, μετά τις τεχνολογικές, και οι καταναλωτικές μετοχές βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Ο κλάδος των καταναλωτικών προϊόντων είναι ο πιο πρόσφατος που πλήττεται από τα απογοητευτικά αποτελέσματα και την άνοδο του πληθωρισμού, ξεπερνώντας ακόμη και τη μεγάλη πτώση των τεχνολογικών κολοσσών. Είναι ο κλάδος με τη χειρότερη επίδοση στον S&P 500, σημειώνοντας πτώση 30,8% μέσα στο έτος, έναντι πτώσης 24,5% που καταγράφει ο κλάδος information technology. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι Walmart και Target, που υποχωρούν 18% και 33% αντίστοιχα.