Ενεργή θα είναι η παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές και το 2022 με συχνές εκδόσεις νέων ομολόγων, ώστε μεταξύ των άλλων να διασφαλιστεί και η επάρκεια τους για διαπραγμάτευση στη δευτερογενή αγορά.
Το ποσό που αναμένεται να αντληθεί είναι πιθανόν να προσεγγίσει ακόμη και τα 16 δισ. ευρώ, ενώ η κυβέρνηση σχεδιάζει και την πρώτη έκδοση «πράσινου» ομολόγου στις αρχές της επόμενης χρονιάς.
Για το δανειακό πρόγραμμα της επόμενης, στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, που συζητείται στην Βουλή αναφέρεται πως η συνολική συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ υπερβαίνει τα 29 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη συχνή έκδοση νέων τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο προκειμένου να διασφαλίζεται η επάρκειά τους για διαπραγμάτευση στη δευτερογενή αγορά.
Το πρόγραμμα της ΕΚΤ αναμένεται να επιβραδυνθεί σταδιακά τους προσεχείς μήνες
Ειδικότερα, το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής τράπεζας αναμένεται να επιβραδυνθεί σταδιακά τους προσεχείς μήνες με προοπτική να ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 2022, οπότε και οι συνολικές αγορές τίτλων μπορούν να ανέλθουν δυνητικά σε 1,85 τρισ. ευρώ, ενώ στη συνέχεια θα επαναξιολογηθεί η συνέχισή του με βάση τα τότε δεδομένα.
Η στόχευση της δανειακής στρατηγικής θα είναι η διασφάλιση της συνεχούς εκδοτικής παρουσίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται από τη συμμετοχή της χώρας στο PEPP της ΕΚΤ.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το 2021 το σύνολο των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών των επιπτώσεων της πανδημίας, καλύφθηκε κυρίως από κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου, δεκαετούς, τριακονταετούς και πενταετούς διάρκειας, συνολικής ονομαστικής αξίας 15,9 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Οι βασικές κατευθύνσεις για το δανεισμό του Δημοσίου το 2022 προβλέπουν ακόμη ότι θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχονται στο βραχυχρόνιο τμήμα της ευρωπαϊκής καμπύλης σε περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, αξιοποιώντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις υφιστάμενες θέσεις και τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους.
Έρχονται τα πράσινα ομόλογα
Την νέα χρονιά θα επιχειρηθεί η δημιουργία πλαισίου έκδοσης ελληνικών κρατικών χρεογράφων με προσανατολισμό των δανειακών τους προσόδων στην «πράσινη» και «βιώσιμη» ανάπτυξη, με στόχο την επέκταση της επενδυτικής βάσης και τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, θα επιδιωχθεί, στο πλαίσιο λειτουργίας της πρωτογενούς αγοράς, πλέον της εκδοτικής δραστηριότητας, να εφαρμοστεί πολιτική διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μέσω της οποίας θα διασφαλίζεται ο αναγκαίος χώρος για τη συνεχή παρουσία του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές, η περαιτέρω μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, η παροχή της αναγκαίας ρευστότητας και η βελτίωση της λειτουργίας της δευτερογενούς αγοράς των ελληνικών ομολόγων, με ταυτόχρονη αξιοποίηση της εκάστοτε κλίσης της ελληνικής καμπύλης αποδόσεων για τη διασφάλιση βέλτιστου αποτελέσματος, αναφορικά με το κόστος δανεισμού.
Κατά το επόμενο έτος, θα διατηρηθούν οι βασικοί μεσοπρόθεσμοι στόχοι διαχείρισης του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, όπως είναι η περαιτέρω μείωση ή/και εξάλειψη, του συναλλαγματικού κινδύνου για τα δάνεια εκτός ευρώ και η διατήρηση της υφιστάμενης αναλογίας χρέους σταθερού επιτοκίου στο σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Τα Swap προκάλεσαν πρόσθετο κόστος
Ειδική αναφορά στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού γίνεται για τους πρόσθετους τόκους με τους οποίους επιβαρύνεται το Δημόσιο εξαιτίας των swap (συμφωνίες ανταλλαγής) οι οποίες συνάφθηκαν το 2017.
Για το 2021 η πρόσθετη δαπάνη για τόκους ανέρχεται στα 1,470 δισ. ευρώ. (Οι τόκοι προ swap ανέρχονται σε 4,5 δισ. ευρώ και μετά το swap στα 6,050 δισ. ευρώ.
Για το 2022 η πρόσθετη δαπάνη για τόκους εξαιτίας των swap ανέρχεται σε 1,4 δισ. ευρώ. Έτσι συνολικά για την περίοδο 2017-2022 ο Προϋπολογισμός όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους θα επιβαρυνθεί με πρόσθετη δαπάνη εξαιτίας των swap η οποία ανέρχεται σε 6,7 δισ. ευρώ ήτοι 3,6% του ΑΕΠ.
Υπενθυμίζεται ότι οι συμφωνίες swap αφορούν τα διακρατικά δάνεια (GLF) ύψους 52,9 δισ. ευρώ που είχε λάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο του Προγράμματος Στήριξης (Μνημόνιο). Τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν με κυμαινόμενο επιτόκιο (euribor τριμήνου + 0,50%), το οποίο στην συνέχεια “κλείδωσε” σε σταθερό (1,45%) μέσω των συμφωνιών αυτών.