Με τη ροή του φυσικού αερίου να μειώνεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στην αρχή μιας δύσκολης περιόδου που θα διαρκέσει 12-24 μήνες και θα δοκιμάσει την αλληλεγγύη μεταξύ χωρών-μελών, προειδοποίησε στο συνέδριο του Economist που πραγματοποιείται στη Θεσσαλονίκη ο Πάολο Σκαρόνι, αναπληρωτής πρόεδρος της Rothchild Group, πρόεδρος της AC Milan και πρώην διευθύνων σύμβουλος του ιταλικού ενεργειακού κολοσσού ENI.
Ακόμα κι αν η ΕΕ καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να καλύψει τη ζήτηση, η τιμή του φυσικού αερίου θα είναι υπερδιπλάσια σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ασία, και οι χώρες με επαρκή αποθέματα θα πρέπει να πειστούν να περιορίσουν την κατανάλωση ως πράξη αλληλεγγύης, εκτίμησε.
Επιπλέον, η αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό σχέδιο για μηδενισμό των καθαρών εκπομπών άνθρακα έως το 2050, επισήμανε.
Αναλυτικά η ομιλία του Πάολο Σκαρόνι
«Σε αυτή τη φάση, πρέπει να σκεφτούμε με τη μέγιστη ταχύτητα. Όταν άρχισα να ετοιμάζω την ομιλία μου για σήμερα, πριν από περίπου δύο εβδομάδες, το θέμα ήταν το εάν κάποια στιγμή η Ευρώπη θα πρέπει ενδεχομένως πρέπει να ζήσει χωρίς ρωσικό αέριο, και το τι θα πρέπει να κάνει για να προετοιμαστεί γι’ αυτό.
Η διακοπή της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου την ώρα που πλησιάζει ο χειμώνας έδειχνε να είναι το χειρότερο δυνατό σενάριο. Φυσικά αυτό ακριβώς είναι που συνέβη.
Βρισκόμαστε πλέον σε ένα σενάριο ευρέως οικονομικού πολέμου, κατά τον οποίο θα πρέπει να ζήσουμε χωρίς ρωσικό αέριο για το προσεχές μέλλον.
Το ερώτημα είναι το πώς. Σε έναν κόσμο χωρίς τη Ρωσία, θα έχουμε επαρκή πρόσβαση σε ενέργεια; Σε ποια τιμή; Θα μας αναγκάσει η ενεργειακή κρίση να εγκαταλείψουμε τα σχέδιά μας για τους στόχους απανθρακοποίησης;
Ας εξετάσουμε αυτά τα ερωτήματα ένα προς ένα.
Το πρώτο ερώτημα αφορά το κατά πόσο θα μπορούμε να έχουμε την ενέργεια που χρειαζόμαστε. Και η απάντηση είναι ότι τους επόμενους 12-24 μήνες τα πράγματα δείχνουν δύσκολα.
To εισαγόμενο LNG θα μπορουσε να υποκαταστήσει ένα μέρος του ρωσικού αερίου που εισήγαγε η Ευρώπη (Reuters)
Η Ρωσία προσφέρει περίπου 150 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, από τα 500 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα της ευρωπαϊκής κατανάλωσης (δίνω αριθμούς μόνο για την Ευρωπαϊκή Ένωση). Πώς θα μπορούσαμε να υποκαταστήσουμε όλη αυτή την ποσότητα άμεσα;
Το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) είναι ο πρώτος υποψήφιος. Στην ΕΕ έχουμε κάποια δυνατότητα επαναεριοποίησης και πιστεύω πως θα μπορούμε να δεχόμαστε περίπου 40-50 δισ. κυβικά μέτρα.
Δεύτερον, πρέπει να γεμίσουμε υφιστάμενους αγωγούς εισαγωγής όπως της Αλγερίας, της Νορβηγίας και του Αζερμπαϊτζάν, και αυτό υπολογίζεται γύρω στα 20 δισ. κυβικά μέτρα.
Τρίτον, έχουμε την ευκαιρία να αλλάξουμε καύσιμα ώστε να καταναλώνουμε λιγότερο αέριο. Εάν οι μονάδες γαιάνθρακα λειτουργήσουν στο μέγιστο της δυναμικότητάς τους μπορεί να μειώσουμε τη ζήτηση κατά περίπου 40 δισ. κυβικά μέτρα.
Κανένα από αυτά δεν είναι εύκολο να υλοποιηθεί, και ακόμα και αν τα υλοποιήσουμε όλα μαζί, θα μπορούσαμε ίσως να αντικαταστήσουμε 110-120 δισ. κυβικά μέτρα αερίου από τα 150 που εισάγουμε σήμερα από τη Ρωσία.
Και εδώ πρέπει να λάβουμε υπόψη τρία πράγματα. Πρώτον, η ζήτηση για αέριο παρουσιάζει μεγάλες εποχικές διακυμάνσεις, οπότε οι τυχόν ελλείψεις θα επικεντρώνονταν στους ψυχρότερους μήνες. Δεύτερον, θα πρέπει να ελπίζουμε ότι ο επερχόμενος χειμώνας δεν θα είναι πολύ ψυχρός, επειδή ένας πολύ ψυχρός χειμώνας θα σήμαινε 20-30 δισ. κυβικά μέτρα επιπλέον ζήτηση για την Ευρώπη. Και τρίτον θα πρέπει να έχουμε κατά νου πως, όποια κι αν είναι η έλλειψη, θα έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στις περιοχές που εξαρτώνται περισσότερο από το ρωσικό αέριο – την Γερμανία και την Ανατολική Ευρώπη.
Αυτό θα δοκιμάσει την έννοια της αλληλεγγύης στην ΕΕ. Θα δεχτούν όσοι είναι λιγότερο εξαρτημένοι από το ρωσικό αέριο μια μείωση της προσφοράς για να βοηθήσουν όσους έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση; Οπότε τα επόμενα ένα-δύο χρόνια θα είναι δύσκολα, πιστεύω όμως πως θα τα καταφέρουμε, αρκεί να μην αντιμετωπίσουμε προβλήματα με άλλους προμηθευτές. Ας το ελπίσουμε.
Η συζήτηση για τις δυσκολίες στην αγορά μας φέρνει στο δεύτερο ερώτημα. Ποιες τιμές θα πρέπει να πληρώνουμε για την ενέργεια;
Μέχρι χθες οι τιμές του αερίου στο TTF, τον κύριο κόμβο διαπραγμάτευσης, ήταν περίπου 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα, πάνω από 10 φορές ψηλότερα από τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν παλαιότερα. Αυτό είναι πρόβλημα για την ευρωπαϊκή ήπειρο στο σύνολό της, είναι πρόβλημα και για τις βιομηχανίες, οι οποίες υποχρεώνονται να κλείσουν. Τα πρώτα στοιχεία προμηνύουν μείωση της κατανάλωσης αερίου για βιομηχανική χρήση κατά 10 με 20 τοις εκατό. Ούτε μέρα δεν περνάει χωρίς να μην ανακοινώσει κάποιος κατασκευαστής αναστολή της δραστηριότητάς του.
Η κατάσταση είναι δραματική και για τους καταναλωτές, των οποίων οι λογαριασμοί ενέργειας αυξάνονται την ώρα που ο πληθωρισμός ροκανίζει την αγοραστική τους δύναμη. Δεν είναι επομένως να απορεί κανείς που η ΕΕ εξετάζει την επιβολή πλαφόν στο αέριο, μέτρα για την αποσύνδεση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος από αυτή του φυσικού αερίου, καθώς και μεγάλες επιδοτήσεις για βιομηχανίες και καταναλωτές.
Μπορεί αυτά να μην είναι «οικονομική ορθοδοξία», αυτή τη στιγμή όμως βρισκόμαστε σε μια πολεμική οικονομία.
Αυτό που πιθανώς είναι λιγότερο κατανοητό είναι ότι, ακόμα κι αν η κατάσταση εξομαλυνθεί, ας πούμε στα μέσα της δεκαετίας –αν η Ευρώπη αυξήσει το δυναμικό εισαγωγής LNG και λύσουμε τα περισσότερα προβλήματα– θα καταλήξουμε σε μια τιμή για το φυσικό αέριο 2-3 υψηλότερη από ό,τι στις ΗΠΑ, και πιθανώς διπλάσια από την τιμή που θα πληρώνει η Κίνα.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος θα ήταν μεγάλο πρόβλημα για την Ευρώπη, αν λάβουμε υπόψη το πλήθος εταιρειών έντασης ενέργειας που θα πρέπει να μεταφερθούν στις ΗΠΑ και τη Μέση Ανατολή.
Ένας τρόπος μείωσης των τιμών της ενέργειας στην Ευρώπη θα ήταν να αυξήσουμε την προσφορά μέσω άλλων αγωγών, συμπεριλαμβανομένου ενδεχομένως του Nabucco, του αγωγού της Ανατολικής Μεσογείου, κάποια στιγμή στο μέλλον. Θα πρέπει όμως να ασκήσουμε και εμπορικές πιέσεις σε παραγωγούς που εξαρτώνται από εμάς όσο εμείς από αυτούς. Η λίστα περιλαμβάνει χώρες της βόρειας Αφρικής και μέλη του NATO όπως η Νορβηγία, η οποία επωφελείται από την τρέχουσα κατάσταση αλλά θα πρέπει να επεκτείνει την αλληλεγγύη της σε άλλες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ.
H αύξηση της προσφοράς αερίου απαιτεί επενδύσεις στην παραγωγή και στις υποδομές με περίοδο αποπληρωμής δεκαετιών, την ώρα που η Ευρώπη προσπαθεί να μειώσει την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα.
Και αυτό με φέρνει στο τρίτο ερώτημα που έθεσα. Θα αναγκάσει η ενεργειακή κρίση την Ευρώπη να εγκαταλείψει τις προσπάθειες απανθρακοποίησης;
Θεωρητικά υπάρχει μια σχεδόν τέλεια σύγκλιση ανάμεσα στην απανθρακοποίηση και την ασφάλεια στην προμήθεια ενέργειας. Όσο περισσότερα ηλιακά πάρκα, ανεμογεννήτριες, δίκτυα, μπαταρίες και εγκαταστάσεις ηλεκτρόλυσης αποκτήσουμε, τόσο περισσότερο θα μειώσουμε την εξάρτηση από το ρωσικό αέριο. Αυτό υποδεικνύει στην Ευρώπη θα προχωρήσει στην απανθρακοποίηση όσο ταχύτερα μπορεί, κάτι που βέβαια είναι σωστό. Ωστόσο, δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται.
Το πρώτο σημείο που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι στον απόηχο της ενεργειακής κρίσης οι οικονομίες μας ουσιαστικά θα επανέλθουν στον άνθρακα. Η χρήση γαιάνθρακα στην ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 30%. Δεύτερον, η επιτάχυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ, μπαταρίες, δίκτυα, υδρογόνο κ.λπ. απαιτεί κυβερνητικούς πόρους που μπορεί να χρειαστούν για επιδότηση των λογαριασμών ενέργειας. Και τρίτον, για να εξασφαλίσουμε ασφάλεια στην προσφορά, θα πρέπει να προσφέρουμε μακροπρόθεσμη εικόνα της οικονομικής απόδοσης για πρότζεκτ ορυκτών καυσίμων, είτε αυτά αφορούν την εξόρυξη πρώτων υλών, είτε τη μεταφορά και την αποθήκευση, αρχής γενομένης από τώρα. Και αυτό δημιουργεί ρίσκο για εγκλωβισμό (lock-in) ως προς τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν την υιοθέτηση ΑΠΕ.
Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι η ενεργειακή κρίση θα είναι τελικά θετική για τη στρατηγική απανθρακοποίησης της Ευρώπης. Καθώς αναζητούμε εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης στην ενέργεια, οι κυβερνήσεις και ο ιδιωτικός τομέας θα αναγκαστούν να σκεφτούν έξω από τα συνηθισμένα πλαίσια, κάτι που είναι θετικό για την πυρηνική ενέργεια, το υδρογόνο, το συνθετικό μεθάνιο και τη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα. Αυτά είναι βασικά κομμάτια στο παζλ της απανθρακοποίησης, καθώς αντιστοιχούν στο ήμισυ της ενέργειας που θα καταναλώνουμε σε έναν κόσμο μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα.
Η πράσινη μετάβαση μπορεί επίσης να είναι τρόπος για να ξεπεράσουμε τα δομικά ελαττώματά μας, συγκριτικά με περιοχές του κόσμου που παράγουν αέριο. Ίσως είναι δύσκολο για την ΕΕ να ρίξει τις τιμές του αερίου στα επίπεδα των ΗΠΑ, όμως σε έναν πλήρως απανθρακοποιημένο κόσμο δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η δική μας λιακάδα θα είναι ακριβότερη από τη δική τους».