«Δεν με φοβίζουν ούτε τα επιτόκια, ούτε ο πληθωρισμός, όσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις σε περίπτωση που πάρουν κάποια ακόμα πιο αρνητική στροφή…», δήλωσε χαρακτηριστικά στη συνέντευξη.
Όσον αφορά τα κόκκινα δάνεια της πανδημίας είχε προειδοποιήσει ότι το 2020 θα έφταναν τα 8-10 δισ. ευρώ, γεγονός που επιβεβαιώθηκε τόσο από τα στοιχεία των τραπεζών, αλλά και από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ). Θα πρέπει να λάβετε υπόψη το μέγεθος της στήριξης εκείνη την περίοδο, τις ρυθμίσεις, τις αναχρηματοδοτήσεις, τις διαγραφές και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων. Χωρίς αυτά, το ύψος των κόκκινων δανείων θα ήταν εντελώς διαφορετικό. Αρκετά υψηλότερο», εξήγησε ο κ. Στουρνάρας
Σε άλλη ερώτηση για τον κίνδυνο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων και για τον αν η κυβέρνηση έχει δίκιο που πιέζει τις τράπεζες απάντησε: «Τώρα θίγετε ένα μεγάλο θέμα, το οποίο έχει πολλές κοινωνικές αλλά και τεχνικές λεπτομέρειες». Σύμφωνα με τον κύριο Στουρνάρα, «κατ’ αρχήν, θα υπάρξουν νέα κόκκινα δάνεια, ως αποτέλεσμα της ανόδου των επιτοκίων και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος από τον πληθωρισμό. Όμως, το ύψος τους θα είναι διαχειρίσιμο, ακόμα και στο δυσμενέστερο σενάριο που έχει τρέξει η Τράπεζα της Ελλάδος. Μεσοπρόθεσμα το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η περαιτέρω μείωση του ποσοστού κόκκινων δανείων, το οποίο θα πλησιάσει περισσότερο στο μέσο όρο της Ευρωζώνης προς το τέλος του 2024. Όπου εκεί, στην ευρωζώνη, μάλλον θα υπάρξει επιδείνωση λόγω της επικείμενης ύφεσης. Κάτι που η Ελλάδα όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει ως ενδεχόμενο, αλλά προβλέπεται θετικός ρυθμός ανάπτυξης τόσο το 2023, μετά από έναν πολύ ισχυρό ρυθμό άνω του 6% το 2022, όσο και για τα επόμενα έτη, στα οποία ο ρυθμός προβλέπεται κοντά στο 3%.
Συνεπώς, έχει δίκιο η κυβέρνηση που πιέζει; Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, το θέμα των κόκκινων δανείων αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό θέμα που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστη την πολιτική, όπως δεν αφήνει τις εποπτικές αρχές, αλλά και τις ίδιες τις τράπεζες. “Κανείς δεν θέλει κόκκινα δάνεια, ούτε οι τράπεζες και κάνουν ό,τι μπορούν για να τα περιορίσουν, αλλά υπάρχουν όρια εντός των οποίων μπορούν να κινηθούν. Τα όρια αυτά καθορίζονται από τους ενιαίους εποπτικούς κανόνες του ευρωσυστήματος».
Στη συνέχεια, ο κ. Στουρνάρας ρωτήθηκε για το εάν τελικά μπορεί η κυβέρνηση να επιβάλει «επιδοτήσεις» δανείων ή «φόρο στα υπερκέρδη των τραπεζών». «Η εκάστοτε κυβέρνηση και οι πολιτικοί εισπράττουν μηνύματα από την κοινωνία και είναι θεμιτό ότι θέλουν να ανταποκρίνονται. Πρέπει όμως να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους αντικειμενικούς περιορισμούς. Μπορούν οι πολιτικοί να ζητούν από τις τράπεζες, για παράδειγμα, να κουρέψουν τις δόσεις των δανείων, ή να μειώσουν τα επιτόκια, ή να επιμηκύνουν τη διάρκειά τους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να το επιβάλουν! Δεν μπορεί να υπάρξουν τέτοιου είδους υποχρεωτικές ρυθμίσεις. Αυτόματα αυτό θα οδηγούσε σε αναταξινόμηση των δανείων σε κόκκινα. Και βεβαίως θα έπληττε την κουλτούρα πληρωμών. Και θα προκαλούσε πτώση των τιμών των μετοχών των τραπεζών στο χρηματιστήριο».
Όπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας, υπάρχουν ενιαίοι ευρωπαϊκοί εποπτικοί κανόνες και τεχνικές λεπτομέρειες, τις οποίες δεν είναι υποχρεωμένοι να γνωρίζουν οι πολιτικοί. Για παράδειγμα, μια τροποποίηση της σύμβασης των στεγαστικών δανείων, για να περιοριστεί η αρνητική επίπτωση από την αύξηση των βασικών επιτοκίων, η οποία τροποποίηση μειώνει την καθαρή παρούσα αξία του δανείου πέραν ενός (μικρού) ποσοστού, μπορεί να μετατρέψει το δάνειο σε μη εξυπηρετούμενο (κόκκινο), χωρίς να υπάρχει αθέτηση πληρωμής. Δηλαδή προκαλείται το πρόβλημα που προσπαθείς να αποφύγεις. Άλλο παράδειγμα: Οι συνεχείς ρυθμίσεις, ή η κάλυψη της αύξησης της δόσης ενός συνεπούς δανειολήπτη, μπορεί να εκληφθεί ως μελλοντική αδυναμία εξυπηρέτησης, γεγονός που θα κατατάξει το δάνειο στην ομάδα υψηλού κινδύνου ή ακόμα και στα κόκκινα.
Για το λόγο αυτό, ο κ. Στουρνάρας προτρέπει όλες τις πλευρές να ρίξουν τους τόνους, διότι η ένταση δεν βοηθά καμία πλευρά. «Αυτή τη στιγμή, η Τράπεζα της Ελλάδος και οι τράπεζες επεξεργάζονται μια πρόταση για τη στήριξη συνεπών αλλά ευάλωτων δανειοληπτών που ενδεχομένως πληγούν από την άνοδο των επιτοκίων. Αυτή η πρόταση θα περάσει για έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό. Η εκτίμηση είναι ότι δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για μαζικές στηρίξεις δανείων. Αυτά τα περιθώρια έχουν ήδη εξαντληθεί. Τώρα εξετάζεται μήπως υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει σε εθελοντική βάση, χωρίς να δημιουργήσει μεγάλες ανάγκες σε νέες προβλέψεις των τραπεζών.
Ο κ. Στουρνάρας ξεκαθάρισε ότι οι τράπεζες δεν έχουν υπερκέρδη, όπως ακούγεται. «Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι. Έχουν μάλιστα λιγότερα κέρδη από το επιθυμητό, σύμφωνα με τον δείκτη απόδοσης ενεργητικού, ή τον δείκτη απόδοσης του κεφαλαίου, όταν συγκρίνεται με τις υπόλοιπες τράπεζες στην Ευρώπη. Εξάλλου πολλά από τα κέρδη των τραπεζών στο εννεάμηνο του 2022 ήταν εφάπαξ, δηλαδή μη επαναλαμβανόμενα. Μπορεί η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών να έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά χρειάζεται ακόμα δρόμος».
Για την έκτακτη εισφορά στα κέρδη των τραπεζών, ο κ. Στουρνάρας απάντησε ότι αυτό θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο. «Όχι ότι δεν μπορεί να το αποφασίσει μια κυβέρνηση. Μπορεί. Αλλά πού θα βάλει φόρο, ειδικά στην Ελλάδα; Σε τράπεζες, όπου τα μισά τους κεφάλαια είναι αναβαλλόμενος φόρος;» Μπορούν να σχολιάζουν οι πολιτικοί θέματα κεντρικών τραπεζών και άλλων ανεξάρτητων αρχών; Η απάντηση ήταν επίσης σαφής. Ναι. “Όπως εμείς, οι κεντρικοί τραπεζίτες, εκφέρουμε γνώμη για τη δημοσιονομική πολιτική, και οι πολιτικοί μπορούν να έχουν γνώμη για τη νομισματική πολιτική και για τις τράπεζες. Δεν μπορούν όμως να αγνοούν το θεσμικό πλαίσιο και να επιδιώκουν να καθοδηγούν τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών αρχών. Αυτές καθορίζονται από την Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και την ευρωπαϊκή νομοθεσία».
Οι 4 παράγοντες που επηρεάζουν τις χρεώσεις των τραπεζών
Κατόπιν, κ. Στουρνάρας εξήγησε τους τέσσερις παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των επιτοκίων, των προμηθειών και, γενικά των τιμολογίων των τραπεζών. Ο πρώτος παράγοντας είναι τα επιτόκια. Όλη η συζήτηση ξεκίνησε με την άνοδο των βασικών επιτοκίων, αυτών δηλαδή που καθορίζονται από τις αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Η άνοδος των επιτοκίων επιφέρει αύξηση του κόστους του χρήματος, συνθήκες επιβράδυνσης της οικονομίας και μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Αυτό ισχύει για όλες τις τράπεζες πανευρωπαϊκά και για όλους του Ευρωπαίους πολίτες. Όσον αφορά στα επιτόκια, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι κανείς δεν διαφωνεί με την αύξηση των βασικών επιτοκίων μέχρι να επανέλθει ο πληθωρισμός στο 2% μεσοπρόθεσμα. Ήλθε δηλαδή ο καιρός για επαναφορά της λεγόμενης κανονικότητας στη νομισματική πολιτική. Η ένστασή του είναι στο ρυθμό αύξησης. «Προσωπικά εκτιμώ ότι μικρότερες αυξήσεις είναι πιο ενδεδειγμένες. Για παράδειγμα, θα προτιμούσα τώρα μια αύξηση της τάξεως του 0,5 της μονάδας, παρά των 0,75», είπε.