Προχωρά το έργο για τις νέες ταυτότητες, ύψους 515 εκατ. ευρώ, καθώς το ΣτΕ απέρριψε τις πρόσφυγες και έτσι, αναμένεται το άνοιγμα των οικονομικών προσφορών.
Ειδικότερα, η απόφαση του ΣτΕ έχει ως εξής:
Με τις ΣτΕ Στ΄ 7μ. 1481-4/2022 αποφάσεις, απορρίφθηκαν αιτήσεις ακυρώσεως σχετικά με διαγωνισμό που αφορά την «Προμήθεια νέου Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Εντύπων Ασφαλείας (Ο.Π.Σ.Ε.Α.), για την εκτύπωση – προσωποποίηση εντύπων ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένου του νέου δελτίου Αστυνομικής Ταυτότητας Ελλήνων Πολιτών – Κάρτας Πολίτη, με τις συναφείς υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης», και κρίθηκαν μεταξύ άλλων, τα εξής:
Οι συμβάσεις που συνάπτονται στον ειδικό τομέα της μη στρατιωτικής ασφάλειας, αλλά που φέρουν χαρακτηριστικά προσιδιάζοντα σε εκείνα των συμβάσεων άμυνας, εμπίπτουν, κατ’ αρχήν, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Οδηγίας 2009/81/ΕΚ και του ν.3978/2011, ωστόσο, σύμφωνα με τα άρθρα 17 περ. δ΄ του ν. 3978/2011, 13 περ. α΄ της Οδηγίας 2009/81/ΕΚ, 15 παρ. 3 του ν. 4412/2016 και 15 της Οδηγίας 2014/24/ΕΕ, οι εν λόγω συμβάσεις, ανεξαρτήτως προϋπολογισθείσας αξίας, εξαιρούνται από τις πιο πάνω διατάξεις (ουσιαστικές και δικονομικές) στην περίπτωση που η διαδικασία σύναψης και ανάθεσής τους, πληρώντας τους σχετικούς όρους (και μη όντας καταχρηστική), έχει χαρακτηριστεί απόρρητη και συνοδεύεται από ειδικά μέτρα, προκειμένου να διασφαλιστούν ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας του κράτους μέλους. Οι δε διαφορές που αναφύονται κατά τη διαδικασία που προηγείται της σύναψης τέτοιων, εξαιρούμενων, συμβάσεων, λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητάς τους, του απόρρητου χαρακτήρα τους και του εξαιρετικού καθεστώτος που τις διέπει, υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΣτΕ. Κατόπιν των ανωτέρω, και εν όψει των αναφερομένων στις οικείες υπουργικές αποφάσεις λόγων δημόσιας ασφάλειας, κρίθηκε αιτιολογημένη η κήρυξη της επίδικης προμήθειας ως απόρρητης και η εξαίρεσή της από τις ρυθμίσεις του παράγωγου ενωσιακού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων (και των αντίστοιχων εθνικών διατάξεων μεταφοράς τους στην εσωτερική έννομη τάξη).
Περαιτέρω κρίθηκε ότι η κήρυξη του επίδικου διαγωνισμού ως απόρρητου και η εξαίρεσή του από τις συνήθεις διαδικασίες των νόμων 3978/2011 και 4412/2016 συνεπάγεται την εφαρμογή ενός εξαιρετικού καθεστώτος, το οποίο διέπει την όλη διαδικασία και επιβάλλεται από το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον διαφύλαξης της ασφάλειας της Χώρας, ότι το κρατικό αυτό απόρρητο συνεπάγεται δραστικούς περιορισμούς θεμελιωδών αρχών και δικαιωμάτων των διαγωνιζομένων όπως της αρχής της δημοσιότητας και της αρχής της διαφάνειας, έκφανση των οποίων αποτελεί το δικαίωμα πρόσβασης στα στοιχεία και έγγραφα του διαγωνισμού, ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι, κατ’ αρχήν θεμιτοί, αλλ’ ότι έχουν όρια τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και ότι η τήρηση των ορίων αυτών ελέγχεται από τα δικαστήρια στο πλαίσιο, και υπό τις προϋποθέσεις, του δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των πράξεων που εκδίδονται κατά την οικεία διαγωνιστική διαδικασία. Κατόπιν αυτών κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η ένδικη Πρόσκληση [υποβολής προσφορών], ναι μεν δεν προβλέπει η ίδια την πρόσβαση των διαγωνιζομένων στα στοιχεία των ανταγωνιστών τους, χάριν προεχόντως του κρατικού απορρήτου, ερμηνευόμενη όμως κατά το γράμμα και τον σκοπό της, αλλά και σύμφωνα με το Σύνταγμα, έχει την έννοια ότι καταλείπει στη Διοίκηση, κατά την εξέλιξη του διαγωνισμού, να κρίνει, αν ανακύψει περίπτωση, κατά πόσον η αρχή της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, θα μπορούσαν, κατ’ εξαίρεση, να καταστήσουν επιτρεπτή την πρόσβασή τους σε στοιχεία που αφορούν τις προσφορές των ανταγωνιστών τους, σταθμίζοντας προς τούτο (η Διοίκηση) αν – και σε ποιό βαθμό – τα σχετικά δικαιώματα μπορούν να ικανοποιηθούν ή είναι αναγκαίο να περισταλεί αντιστοίχως η άσκησή τους χάριν του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος στη διαφύλαξη του οποίου αποσκοπεί το απόρρητο του διαγωνισμού.
Κατόπιν αυτών, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι η περιορισμένη δυνατότητα που έδωσε η Διοίκηση στους διαγωνιζόμενους να έχουν πρόσβαση σε στοιχεία των ανταγωνιστών τους ήταν θεμιτή και δεν στηρίχθηκε σε αυθαίρετο χαρακτηρισμό μέρους της προσφοράς των άλλων υποψηφίων ως “εμπιστευτικού χαρακτήρα” [από εμπορικής απόψεως], αλλά, προεχόντως, στο ότι επρόκειτο για στοιχεία, τα οποία ενέπιπταν εξ αρχής στο απόρρητο του διαγωνισμού και δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν για λόγους εθνικής ασφάλειας, και τούτο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που είχαν δώσει οι προσφέροντες.
Κρίθηκε, εξ άλλου, ότι σε διαγωνισμό, μη διεπόμενο, κατά τα προεκτεθέντα, από τις ως άνω διατάξεις του ενωσιακού δικαίου αλλά από το ανωτέρω εξαιρετικό καθεστώς απορρήτου και κατεπείγοντος, διαγωνιζόμενος ο οποίος νομίμως ο ίδιος αποκλείεται, δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της συμμετοχής άλλου διαγωνιζομένου ˙ κατ’ εξαίρεση μόνον, και προς διασφάλιση του ενιαίου μέτρου κρίσεως, με έννομο συμφέρον προβάλλει ισχυρισμούς αναφερόμενους αποκλειστικά στην αποδοχή της συμμετοχής άλλου διαγωνιζομένου παρά τη συνδρομή λόγου αποκλεισμού ίδιου με εκείνον που αποτέλεσε την αιτιολογία αποκλεισμού του.