Εντείνεται η πίεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ξεκαθαρίσει τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να συγκρατήσει τις μεγάλες αποκλίσεις στο κόστος δανεισμού των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.
H απόκλιση των αποδόσεων των δεκαετών ιταλικών ομολόγων σε σχέση με τα γερμανικά διευρύνθηκε για τρίτη συνεχόμενη μέρα στις 226 μονάδες βάσης, η μεγαλύτερη διαφορά από τον Μάιο του 2020, πλησιάζοντας το όριο των 250 μονάδων βάσης που οι υπεύθυνοι είχαν ορίσει προηγουμένως ως «ζώνη κινδύνου», που θα μπορούσε να ωθήσει σε δράση τους αρμόδιους χάραξης πολιτικής, σημειώνει το Bloomberg.
H επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογράμμισε χθες την αποφασιστικότητα των αξιωματούχων της κεντρικής τράπεζας να βάλουν ένα φρένο στον λεγόμενο «κατακερματισμό» στην Ευρωζώνη κατά την παρουσίαση των σχεδίων για μια σειρά αυξήσεων επιτοκίου, αρχής γενομένης από τον Ιούλιο.
Αλλά τα σχέδια αυτά δεν παρουσίασαν κάποιο νέο εργαλείο, όπως ένα άλλο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, που θεωρούν αναγκαίο αναλυτές και κάποιοι επενδυτές προκειμένου να αποτραπεί η δυσανάλογη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών στις πιο χρεωμένες οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου, καθώς η ΕΚΤ θα αρχίσει τους επόμενους μήνες να αυξάνει σταδιακά τα επιτόκια.
Oυσιαστικά, η Κριστίν Λαγκάρντ ανακοίνωσε το τέλος του QE μετά από 7 χρόνια, προανήγγειλε την αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων κατά 25 μονάδες βάσεις, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, αλλά δεν έδωσε καμία λεπτομέρεια για το νέο «εργαλείο προστασίας των spreads», αφήνοντας εκτεθειμένα τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας στην τέλεια θύελλα που για άλλους πλησιάζει και για άλλους είναι ήδη εδώ.
«Μια τέτοια ασαφής προσέγγιση αναφορικά με τη δημιουργία ενός προστατευτικού μέσου για τη διεύρυνση των spread σημαίνει ότι η ευρωπαϊκή αγορά κρατικών ομολόγων θα πρέπει πρώτα να περάσει σε κατάσταση κρίσης και αδικαιολόγητης διεύρυνσης των spread προτού αναλάβει δράση η EKT», σχολίασε ο Χόρχε Γκαράγιο, στρατηγικός αναλυτής επιτοκίων της Societe Generale SA.
Σε επίπεδα Ιανουαρίου 2019 το ελληνικό δεκαετές ομόλογο
Πλήγμα δέχθηκε και το ελληνικό χρέος, που θεωρείται ακόμη πιο ευαίσθητο σε σύγκριση με το ιταλικό για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ καθώς η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου αυξήθηκε κατά 29 μονάδες βάσης στο 4,41%, το υψηλότερο ποσοστό από τον Ιανουάριο του 2019.
Αν και οι μέχρι τώρα κινήσεις ήταν «συμμαζεμένες», σύμφωνα με τους αναλυτές στρατηγικής της ING Groep NV, παραμένει ασαφές για πόσο διάστημα αυτό θα συνεχιστεί, αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ δεν προχωρήσουν στη λήψη πρόσθετων μέτρων. Ορισμένοι στρατηγικοί αναλυτές θεωρούν ότι υπάρχει κίνδυνος περισσότερα υπερχρεωμένα κράτη της ευρωζώνης να δεχθούν τόσο μεγάλη πίεση από το αυξανόμενο κόστος δανεισμού, ώστε να αναγκαστεί η ΕΚΤ να σταματήσει εντελώς την αύξηση των επιτοκίων.
«Δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα να αυξάνει η ΕΚΤ επιθετικά τα επιτόκια, να προκαλεί κατακερματισμό και στη συνέχεια να εισάγει ένα νέο εργαλείο για την αντιμετώπισή του», έγραψαν σε σημείωμα προς της πελάτες της Citigroup Inc. οι στρατηγικοί αναλυτές της.