Οι πιστωτικές συνθήκες στην Ευρώπη ολοένα και επιδεινώνονται, εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, ισχυρής μεταβλητότητας στις αγορές και αυξανόμενων αποδόσεων στα ομόλογα, σύμφωνα με την S&P Global Ratings, με τον κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του χρέους των ευάλωτων χωρών να αυξάνεται σημαντικά πλέον.
Οι προειδοποιήσεις του οίκου έρχονται τη στιγμή που η γεωπολιτική αβεβαιότητας συνεχίζεται και οι περιορισμοί λόγω COVID-19 στην Κίνα παρατείνονται. «Έπειτα από ένα δυνατό ξεκίνημα του έτους, αναμένουμε ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα παραμείνει στάσιμο για το υπόλοιπο του 2022 με ρυθμό ανάπτυξης 2,6% για το έτος και 1,9% για το 2023», επισημαίνει η S&P.
«Στο σύνολο της Ευρώπης, αναμένουμε ότι οι πιστωτικές συνθήκες θα επιδεινωθούν. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν δείχνει σημάδια υποχώρησης και συνεχίζει να σκιάζει τις οικονομίες της ευρωζώνης για το άμεσο μέλλον – συμβάλλοντας, ειδικότερα, στην ταχεία αύξηση των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων και στον κλονισμό της εμπιστοσύνης των καταναλωτών», προσθέτει ο οίκος.
Οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να αλλάξουν γρήγορα τις στρατηγικές τους για τα επιτόκια για να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα του πληθωρισμού. Με αυτά τα δεδομένα, οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες θα πυροδοτήσουν φόβους για κατακερματισμό εντός της ευρωζώνης και τη βιωσιμότητα του χρέους πιο ευάλωτων κρατών, ενώ οι εταιρείες θα υφίστανται ολοένα μεγαλύτερη πίεση στα περιθώρια κέρδους, όπως προειδοποιεί η S&P.
Ωστόσο, παρά τις ολοένα και πιο δύσκολες συνθήκες, σημαντικά «φωτεινά σημεία» παραμένουν «ενεργά» προς το παρόν. Συγκεκριμένα, όπως εξηγεί ο οίκος, υπάρχει ακόμη υψηλό απόθεμα αποταμιεύσεων των νοικοκυριών, ενώ τα επίπεδα κενών θέσεων εργασίας είναι υψηλά και η ανεργία σε χαμηλά πολλών δεκαετιών, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο περικοπών προσωπικού από τις εταιρείες, εκτός εάν επιδεινωθούν σημαντικά οι προοπτικές. Οι ισολογισμοί των εταιρειών έχουν επίσης το πλεονέκτημα της ανάκαμψης της δραστηριότητας που προηγήθηκε, καθώς η πανδημία υποχωρεί και ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης είναι επίσης περιορισμένος βραχυπρόθεσμα, δεδομένου ότι πολλές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία των εξαιρετικά χαλαρών νομισματικών συνθηκών τα τελευταία χρόνια για να αναχρηματοδοτήσουν το χρέος τους.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ο οίκος, η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με τέσσερις πολύ σοβαρούς κινδύνους, τους εξής:
Οι περαιτέρω κλυδωνισμοί προσφοράς εμπορευμάτων και ο επίμονος πληθωρισμός θα παρατείνουν τις πιέσεις στις τιμές, αποδυναμώνοντας την κερδοφορία των εταιρειών. Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία παρατείνεται, οι ρωσικές ενέργειες για σημαντική μείωση των προμηθειών φυσικού αερίου θα μπορούσαν να προκαλέσουν περαιτέρω άνοδο των τιμών της ενέργειας, ιδιαίτερα εάν δούμε την αναπλήρωση των ευρωπαϊκών αποθεμάτων φυσικού αερίου να μειώνεται πριν από το χειμώνα, οδηγώντας σε δελτίο φυσικού αερίου και επακόλουθο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Καθώς οι κυρώσεις στη Ρωσία συνεχίζονται, οι τιμές του πετρελαίου μπορεί επίσης να εκτιναχθούν περαιτέρω.
Ένα βαθύτερο γεωπολιτικό σχίσμα μεταξύ αυταρχικών και δημοκρατικών μπλοκ θα μπορούσε να υπονομεύσει δεκαετίες οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης, με εκτεταμένες επιπτώσεις στην παγκόσμια ασφάλεια, το εμπόριο, τις αλυσίδες εφοδιασμού, τις επικοινωνίες, το περιβάλλον και την παγκόσμια υγεία.
Επίσης, υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικών στρεβλώσεων στις αγορές χρηματοδότησης καθώς η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες επιταχύνουν τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού: Αν και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους παραμένει ιστορικά χαμηλό, η τεράστια αύξηση του χρέους από την πανδημία σημαίνει ότι οι αδυναμίες μπορεί να γίνουν πιο έντονες εάν τα επιτόκια αυξηθούν περισσότερο από ό,τι αναμένεται τα επόμενα χρόνια.
Τέλος, η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ αναζωπυρώνει τους φόβους για κατακερματισμό στην ευρωζώνη: Ο μεγαλύτερος κατακερματισμός στην ευρωζώνη κινδυνεύει να μειώσει την πιστοληπτική ικανότητα των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των κρατών με ευάλωτους ισολογισμούς.