Σε bear market οι αγορές ομολόγων με ωφελημένο το δολάριο

Η Ευρώπη είναι περισσότερο εκτεθειμένη λόγω του πολέμου στην Ουκρανία

Με τον πληθωρισμό να αναρριχάται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και τις κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν επιθετικά το κόστος δανεισμού στις οικονομίες τους για να σταθεροποιήσουν τις τιμές, οι επενδυτές ζυγίζουν προσεκτικά τις επιλογές τους.

 

 

Μέσα σε αυτό το νέο τοπίο, οι αγορές του κρατικού και του βαθμολογημένου εταιρικού χρέους (investment grade) έχουν εισέλθει σε bear market, όπου οι τιμές των ομολόγων υποκύπτουν στο βάρος μιας πτωτικής αγοράς που αντανακλά ένα γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας. Παράλληλα, οι αποδόσεις των ομολόγων κινούνται ανοδικά, καθώς οι επενδυτές απαιτούν υψηλότερο αντίτιμο σε ένα πληθωριστικό περιβάλλον όπου, μεταξύ άλλων, το ισχυρό δολάριο βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγουν οι αναλυτές της αγοράς εξαιτίας της υποχώρησης του σύνθετου δείκτη κρατικών και εταιρικών ομολόγων του πρακτορείου Bloomberg.

Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση του Bloomberg Global Aggregate Total Return Index που έχει καταγραφεί από το 1990, όταν δημιουργήθηκε ο εν λόγω δείκτης, με τις απώλειες να φθάνουν το 20% από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί τον Ιανουάριο του 2021.

Η Ευρώπη είναι περισσότερο εκτεθειμένη λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Στη δυτική Ευρώπη, οι προαναφερόμενοι τίτλοι χρέους έχουν παρουσιάσει απώλειες 24,4% από τις αρχές του έτους και αντίστοιχα 38,4% στη ανατολική Ευρώπη. Όμως, η γενικότερη αποστροφή του επενδυτικού ρίσκου αντανακλάται από την πτώση του παγκόσμιου χρηματιστηριακού δείκτη MSCI κατά 19% μέσα στο 2022.

«Ο αυξημένος πληθωρισμός που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος σημαίνει πως οι κεντρικές τράπεζες δεν θα είναι έτοιμες να επαναφέρουν τα τεράστια μέτρα στήριξης που συνέβαλαν στην υποχώρηση των αποδόσεων των 10ετών αμερικανικών ομολόγων σε επίπεδα χαμηλότερα του 1%», αναφέρει στο Bloomberg ο Στέφεν Μίλερ, ειδήμονας στις αγορές χρέους και επενδυτικός σύμβουλος στην GSFM, μονάδα της καναδικής CI Financial Corp. Η υπέρογκη ρευστότητα που διοχέτευσε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην αρχή της πανδημίας σε συνδυασμό με τα μηδενικά επιτόκια οδήγησαν σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των οικονομιών τους. Σύμμαχος των κεντρικών τραπεζών τότε ήταν ο υποτονικός πληθωρισμός που επικρατούσε όλα τα προηγούμενα χρόνια και ειδικότερα μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Σήμερα τα δεδομένα έχουν αντιστραφεί με τις «αγορές ομολόγων και νομισμάτων να παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη επιδείνωση των συνθηκών ρευστότητας κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους» αναφέρει το Bloomberg.

Η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη και η γεωπολιτική αβεβαιότητα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία εντείνουν τις ανοδικές τάσεις του πληθωρισμού, παγκοσμίως. Η Fed πρωτοστατεί στη μάχη για τη συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων, έχοντας ήδη προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων της κατά 225 μονάδες βάσης από τον περασμένο Μάρτιο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων έχουν ενισχυθεί, καθώς οι επενδυτές στρέφουν τα κεφάλαια τους προς αυτά εις βάρος τίτλων που ανήκουν σε αναδυόμενες αγορές, δυσχεραίνοντας έτσι την εξυπηρέτηση χρέους όσων έχουν δανειστεί σε δολάρια από τις ομολογιακές αγορές. Το δολάριο έχει ενισχυθεί κατά 14% έναντι καλαθιού νομισμάτων στο οποίο το ευρώ κινείται στο χαμηλό 20ετίας και τη στερλίνα κατέγραψε την Παρασκευή απώλειες για τρίτη διαδοχική εβδομάδα. Δεν είναι τυχαίο που οι μικρότερες απώλειες εμφανίζονται στην αγορά κρατικών και βαθμολογημένων εταιρικών ομολόγων των αγορών Βορείου Αμερικής καθώς περιορίζονται φέτος στο 11,8% από το 16,3% που έχει καταγράψει ο σύνθετος δείκτης του Bloomberg.

«Όλα δείχνουν σε ένα ισχυρότερο δολάριο», σχολιάζει ο Κρίστιαν Κοπφ, επικεφαλής σταθερού εισοδήματος στην Union Investment. «Το δολάριο είναι ανεξάρτητο από τις εισαγωγές ενέργειας και δεν είναι τόσο συνδεδεμένο με τις τιμές ενέργειας που επικρατούν στην Ευρώπη», δηλώνει ο ίδιος, απευθυνόμενος στους Financial Times.