Η κατηγορία που εξαπέλυσε η Μόσχα προς τη Δύση, ότι δηλαδή προσπαθεί να προκαλέσει «τεχνητή» χρεοκοπία της Ρωσίας μέσω των κυρώσεων που παγώνουν τα περιουσιακά στοιχεία της στο εξωτερικό, ξυπνά μνήμες της στάσης πληρωμών του 1998.
Οι δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες η Ρωσία δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της ως προς το χρέος της «δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα», επιμένει το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών προσθέτοντας ότι «το πάγωμα των λογαριασμών σε συνάλλαγμα της Τράπεζας της Ρωσίας και της κυβέρνησης μπορεί να εκφράζει την επιθυμία των ξένων χωρών να προκαλέσουν τεχνητή χρεοκοπία».
Ζήτημα τιμής
Για την Ρωσία, είναι ζήτημα τιμής και όχι μόνο μελλοντικής πρόσβασης στις αγορές. Εδώ και δύο δεκαετίες, και κυρίως μετά την κρίση του 2014, η Μόσχα επεδίωξε να εξυγιάνει τα δημοσιονομικά της, εξασφαλίζοντας χαμηλό επίπεδο χρέους και αποθέματα άνω των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων χάρη στην πώληση πετρελαίου.
Αλλά σήμερα, σε απάντηση της ρωσικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας, το μερίδιο των αποθεμάτων στο εξωτερικό, περί τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια, έχει γίνει η αχίλλειος πτέρνα του ρωσικού οικονομικού φρουρίου: έχουν παγώσει στο πλαίσιο των δυτικών κυρώσεων, θέτοντας της Ρωσία σε δύσκολη θέση ως προς την πληρωμή του χρέους της σε συνάλλαγμα με την λήξη των προθεσμιών του Μαρτίου και του Απριλίου.
«Μοναδική κατάσταση»
Αν τα ευρωομόλογα που έχουν εκδοθεί από το 2018 μπορούν να αποπληρωθούν σε ρούβλια, δεν ισχύει το ίδιο για την πρώτη προθεσμία που λήγει την Τετάρτη για την αποπληρωμή 117 εκατομμυρίων δολαρίων.
«Είναι μία κατάσταση μοναδική κατά την οποία η πλευρά που επιβάλλει τις κυρώσεις θα αποφασίσει για την στάση πληρωμών της Ρωσίας το 2022», σύμφωνα με την Ελίνα Ριμπακόβα, επικεφαλής οικονομολόγο του Institute of International Finance (IIF).
Και σημειώνει ότι «αν το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ δεν επιτρέψει το ξεμπλοκάρισμα μέρους των παγωμένων 300 δισεκατομμυρίων σε ρωσικές καταθέσεις για την αποπληρωμή τουλάχιστον 20 δισ. δολαρίων ρωσικών ευρωομολόγων, πιθανότατα θα δούμε μία χρεοκοπία».
Οι δυτικές κυρώσεις έχουν παραλύσει μέρος του ρωσικού τραπεζικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος και έχουν προκαλέσει την κατάρρευση του ρουβλίου. Μία στάση πληρωμών αποκόπτει αυτομάτως ένα κράτος από τις διεθνείς αγορές και υπονομεύει την επιστροφή του επί σειρά ετών.
Το χαστούκι του 1998
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία κληρονόμησε τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια των χρεών της εξαφανισμένης αυτοκρατορίας. Ένα φορτίο που της πήρε ένα τέταρτο του αιώνα για να πετάξει από πάνω της.
Η οδυνηρή και χαώδης δεκαετία του 1990 τελειώνει με μία ταπεινωτική στάση πληρωμών επί του ρωσικού χρέους το 1998, την ώρα που η ρωσική οικονομία βρίσκεται σε δυσχερή θέση λόγω, μεταξύ των άλλων, της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ασία και του κολοσσιαίου κόστους του πρώτου πολέμου της Τσετσενίας.
Η Ρωσία χρειάστηκε να περιμένει δώδεκα χρόνια για να επιστρέψει και να δανεισθεί στις διεθνείς αγορές, με νέα έκδοση ομολόγου το 2011.
Τα πετροδολάρια
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η Ρωσία επωφελείται από την ροή των πετροδολαρίων λόγω της εκτόξευσης των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, η οποία θα της επιτρέψει να συγκροτήσει αποθέματα και να γυρίσει οριστικά την σελίδα του σοβιετικού χρέους με τις τελευταίες πληρωμές του 2017.
Η Ρωσία κατέστησε ζήτημα τιμής την αποκατάσταση της εικόνας του άμεμπτου δανειζόμενου, αλλά όλες οι προσπάθειες κινδυνεύουν να εξανεμισθούν εξαιτίας της επίθεσης κατά της Ουκρανίας.
«Η Ρωσία έχει τα χρήματα για να αποπληρώσει το χρέος της, αλλά δεν έχει πρόσβαση σε αυτά. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι θα υπάρξουν συνέπειες που θα ξεπεράσουν την Ουκρανία και την Ρωσία», δήλωσε η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα σε χθεσινή συνέντευξή της στο CBS .
Αν και αποκλείει το ενδεχόμενο πρόκλησης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τονίζει ότι η αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας που προκαλεί η παρούσα κρίση θα μπορούσε να προκαλέσει λιμούς, κυρίως στην Αφρική, επιπλέον των οικονομικών συνεπειών επί του ρωσικού και του ουκρανικού πληθυσμού, μέρος των οποίων κινδυνεύει να βυθιστεί στην φτώχεια, καθώς και στις γειτονικές χώρες.