Δύο είναι οι βασικότερες παράμετροι, που θα επηρεάσουν όλο το οικοδόμημα του προϋπολογισμού του 2023 και την ορθή εκτέλεσή του μήνα με τον μήνα: Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο.
Σε συνέντευξή του στο powergame.gr ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης τόνισε ότι «η βασική παραδοχή (για την κατάρτιση του προϋπολογισμού του 2023) είναι ότι θα έχουμε φυσικό αέριο που η τιμή του TTF δεν θα ξεπερνά τα 200 ευρώ κατά μέσο όρο και ότι το πετρέλαιο θα κινηθεί κοντά στα 100 δολάρια το βαρέλι». Και ενώ πριν λίγο καιρό έμοιαζαν λίγα τα 200 ευρώ η μεγαβατώρα καθώς τον Αύγουστο η τιμή του αερίου τα είχε ξεπεράσει με φόρα και είχε φτάσει μάλιστα και στα 349 ευρώ, αυτή τη στιγμή -προς μεγάλη ανακούφιση της κυβέρνησης- η ευρωπαϊκή συζήτηση για επιβολή πλαφόν στην τιμή έχει οδηγήσει την διαπραγμάτευση του στο Άμστερνταμ περίπου στα 155 ευρώ. Την ίδια στιγμή, όμως, την απολύτως αντίθετη πορεία ακολουθεί το μπρεντ, το οποίο ενώ κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου βρισκόταν στα 82 δολάρια το βαρέλι, χθες αναρριχήθηκε ακόμη και πάνω από τα 98 αγγίζοντας το όριο που έχει τεθεί στον προϋπολογισμό.
Στο υπουργείο Οικονομικών πάντως δεν δείχνουν να ανησυχούν και εμφανίζονται καθησυχαστικοί για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι το μεγαλύτερο κόστος για τον προϋπολογισμό αυτή τη στιγμή είναι το φυσικό αέριο. Αυτό σημαίνει ότι όταν η τιμή είναι κάτω από τα 200 ευρώ με τα οποία έχουν γίνει οι παραδοχές και οι σχεδιασμοί, τότε δημιουργείται αρκετός χώρος ο οποίος μάλιστα είναι πολύ μεγαλύτερος από το χώρο που θα απαιτήσει μία μικρή άνοδος του μπρεντ πάνω από τα 100 ευρώ.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η αγορά του πετρελαίου εξακολουθεί να λειτουργεί ακολουθώντας τους κανόνες της αγοράς, σε αντίθεση με το φυσικό αέριο. Αυτό σημαίνει (όπως μας έλεγε υψηλότατο στέλεχος του Γενικού Λογιστηρίου) ότι «μέχρι τώρα ποτέ δεν έχει καταγραφεί στην ιστορία παγκόσμια ύφεση στην οποία το πετρέλαιο να είναι πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι». Και μάλιστα συμπλήρωσε ότι η τιμή του μπρεντ δεν τον ανησυχεί καθόλου παρά το γεγονός ότι ο ΟΠΕΚ+ με την απόφασή του να μειώσει την παραγωγή του κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, έκανε μία ιστορικά πρωτόγνωρη κίνηση που δεν έχει ξανακαταγραφεί.
Και ενώ η κυβέρνηση δεν δείχνει να ανησυχεί για πιθανές ανατροπές στον προϋπολογισμό από τις διεθνείς τιμές των καυσίμων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις τιμές που πληρώνει καθημερινά ο Έλληνας για να γεμίσει το ρεζερβουάρ του. Η αντιστροφή της σχέσης τιμής του ντίζελ και της αμόλυβδης, με το πετρέλαιο να καπελώνει την βενζίνη είναι κι αυτό ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο που δείχνει πραγματικά σε ποιου βάθους αχαρτογράφητα νερά κινείται η οικονομία μας. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι το ντίζελ, με τον χαμηλότερο ειδικό φόρο κατανάλωσης και την φτηνότερη διαδικασία διύλισης, κατέληξε να περάσει την ιστορικά ακριβότερη βενζίνη. Σύμφωνα με στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, βασική αιτία της ανόδου της τιμής είναι από τη μία η εγχώρια αύξηση της ζήτησης -καθώς μεγάλο τμήμα του ντίζελ προωθείται πλέον στις ηλετροπαραγωγικές μονάδες που αλλάζουν καύσιμο από το φυσικό αέριο- με την ταυτόχρονη πτώση της προσφοράς. Αρκεί να σκεφτούμε ότι μεγάλο τμήμα του ντίζελ που καίει η χώρα μας το προμηθευόμαστε έτοιμο από την… Ρωσία.
Εδώ λοιπόν έρχεται και η ερώτηση που απευθύναμε σε δύο υψηλότατα στελέχη του Υπουργείου Οικονομικών που ήταν η εξής: «Σκέφτεται η κυβέρνηση να επαναφέρει την επιδότηση στην αντλία όπως είχε κάνει μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου»; Η μία απάντηση που λάβαμε ήταν: «Παρακολουθούμε τις τιμές και σε περίπτωση που το κρίνουμε απαραίτητο θα παρέμβουμε». Η άλλη απάντηση ήταν: «Κάθε 20 ημέρες δεν θα παίρνουμε μέτρα. Ακόμη δεν έχουν υλοποιηθεί τα άλλα».