Ο πόλεμος, οι πολιτικές εντάσεις και η επιδείνωση των μακροοικονομικών προοπτικών δοκιμάζουν τις ικανότητες των κεντρικών τραπεζών στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Αντιστοιχούν στην τρίτη μεγάλη πρόκληση της περιοχής μετά την οικονομική κρίση του 2008 και τη μετάβαση από τον κομμουνισμό στην οικονομία της αγοράς τη δεκαετία του 1990, γράφει ο Tony Barber στους Financial Times.
Μήνα με το μήνα, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια για να περιορίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, που ήδη αυξάνονταν προτού η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των μετάλλων, των τροφίμων και των λιπασμάτων. Ωστόσο, τα πραγματικά επιτόκια παραμένουν σε βαθιά αρνητικό έδαφος, ένδειξη ότι θα χρειαστούν περισσότερες αυξήσεις για τη μείωση ή τη σταθεροποίηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό.
Για τις κεντρικές τράπεζες, το ερώτημα είναι πόσο υψηλά και γρήγορα θα μπορούσαν να αυξήσουν τα επιτόκια χωρίς να βλάψουν την οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία που είχε αρχίσει να παίρνει μορφή πριν από τον Φεβρουάριο. Δυστυχώς, ορισμένοι παράγοντες που μπορεί να διευκολύνουν το έργο τους βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό τους.
Η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία ελπίζουν να διατηρήσουν την οικονομική ανάπτυξη με τη βοήθεια δεκάδων δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ. Αλλά οι διαφωνίες για το κράτος δικαίου με τις Βρυξέλλες σημαίνουν ότι η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν έχουν λάβει ακόμη ούτε ένα σεντ από το Ταμείο, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ικανότητα της Ρουμανίας να απορροφήσει αποτελεσματικά τα χρήματα της ΕΕ.
Οι κεντρικές τράπεζες της περιοχής πρέπει να διαχειριστούν τον πληθωρισμό χωρίς να αυξάνουν υπερβολικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, έγραψαν οι Jakob Suwalski και Levon Kameryan της Scope Ratings την περασμένη εβδομάδα. «Οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό αυξάνονται. Η αστάθεια των νομισμάτων θα συνεχιστεί εν μέσω πιθανών εκροών κεφαλαίων, ασκώντας πίεση στα συναλλαγματικά αποθέματα ακόμη και όταν οι κεντρικές τράπεζες σφίξουν τη νομισματική πολιτική».
Η Ουγγαρία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η κεντρική της τράπεζα αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 100 μ.β. τον περασμένο μήνα στο 4,4%, αλλά ο ετήσιος πληθωρισμός είναι επί του παρόντος 8,5%. Η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι ο μέσος πληθωρισμός φέτος θα είναι 7,5% έως 9,8%.
Είναι ξεκάθαρο πως θα υπάρξουν περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων. Ο Peter Virovacz της τράπεζας ING βλέπει μια πιθανότητα για ένα θετικό πραγματικό επιτόκιο μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, το οποίο πιθανότατα θα σήμαινε 8% ή υψηλότερο. Αλλά η κεντρική τράπεζα της Ουγγαρίας δεν λειτουργεί σε κενό πολιτικής.
Πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές αυτού του μήνα, η κυβέρνηση της Ουγγαρίας προσέλκυσε τους ψηφοφόρους με γαλαντόμες κοινωνικές παροχές, μισθολογικούς διακανονισμούς και μειώσεις φόρων. Αυτά τα μέτρα αύξησαν το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ουγγαρίας, το οποίο δέχτηκε μεγαλύτερη πίεση από τις δαπάνες που σχετίζονται με τον πόλεμο της Ουκρανίας.
Το φιορίνι έπεσε στις αρχές Μαρτίου σε ιστορικό χαμηλό των 400 ανά ευρώ. Από τότε έχει σταθεροποιηθεί, αλλά για να καθησυχάσει τους επενδυτές η κυβέρνηση πρέπει να θέσει υπό έλεγχο τις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, οι περικοπές δαπανών και τα απότομα υψηλότερα επιτόκια, σε συνδυασμό με την έλλειψη πρόσβασης στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, θα έβαζαν την ουγγρική οικονομία σε σημαντική πίεση.
Ο ετήσιος πληθωρισμός στην Πολωνία έφτασε στο 11% τον περασμένο μήνα και αναμένεται να είναι περίπου ο ίδιος κατά μέσο όρο για ολόκληρο το έτος. Στις 6 Απριλίου, η κεντρική της τράπεζα αύξησε το βασικό της επιτόκιο κατά 100 μ.β. στο 4,5%. Ο Adam Antoniak της ING προβλέπει ότι το ποσοστό θα αυξηθεί στο 6,5% φέτος και στο 7,5% το 2023.
Ως εκ τούτου, τα επιτόκια ενδέχεται να παραμείνουν αρνητικά φέτος, παρά το ότι αυξάνεται η πίεση στη δημοσιονομική πλευρά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί αυξημένες δαπάνες για την άμυνα και την εκπαίδευση, καθώς και την υγειονομική περίθαλψη και την κοινωνική προστασία για τους περισσότερους από 2,5 εκατ. πρόσφυγες που είχαν φτάσει στην Πολωνία στις αρχές Απριλίου.
Επιπλέον, η κυβέρνηση σχεδιάζει να μειώσει τον συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων στο 12% από 17% και να εισαγάγει άλλα φορολογικά οφέλη. Τέτοια μέτρα καθιστούν ιδιαίτερα επείγον το έργο της διαχείρισης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Ο Adam Glapinski, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, σωστά επισημαίνει τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη της πολωνικής οικονομίας. Για να τα προστατεύσει, μπορεί να αυξήσει τα επιτόκια πιο επιθετικά από ό,τι αναμένουν ορισμένοι επενδυτές.
Ο ετήσιος πληθωρισμός στη Ρουμανία αυξήθηκε στο 10,2% τον Μάρτιο, αλλά το κύριο επιτόκιο είναι μόνο 3% παρά την αύξηση 0,5 ποσοστιαίας μονάδας στις αρχές Απριλίου. Οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι ο μέσος πληθωρισμός φέτος θα είναι περίπου 9%.
Για την Κεντρική Τράπεζα της Ρουμανίας, η δυσκολία είναι ότι τα υψηλότερα επιτόκια φαίνονται απαραίτητα, αλλά η οικονομική ανάπτυξη εξασθενεί. «Η στρατηγική «κάνε το ελάχιστο και να ελπίζεις ότι θα πιάσει» φαίνεται ότι ήταν το εργαλείο επιλογής μέχρι στιγμής και δεν έχουμε κανένα λόγο να περιμένουμε οποιαδήποτε αλλαγή στη στάση της πολιτικής», λέει ο Valentin Tataru της ING.
Οι οικονομίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι ευάλωτες στις επιπτώσεις από τον πόλεμο της Ουκρανίας. Για να τις υπερασπιστεί, η περιοχή χρειάζεται κεντρικές τράπεζες που είναι πρόθυμες να δαμάσουν τον πληθωρισμό — αλλά και κυβερνήσεις πρόθυμες να λάβουν σκληρές αποφάσεις για τις δαπάνες και τις σχέσεις με την ΕΕ.