Το ποσό των 84 δισ. δολαρίων αποκόμισαν πέρυσι οι χώρες διεθνώς από τις χρεώσεις που επέβαλαν στις επιχειρήσεις για τις εκπομπές ρύπων, σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε η Παγκόσμια Τράπεζα. Πρόκειται για ένα ποσό κατά 60% υψηλότερο σε σχέση με το 2020, καθώς οι τιμές ανέβηκαν σημαντικά δεδομένου πως το τέλος των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας έφερε αναζωπύρωση της επιχειρηματικής και βιομηχανικής δραστηριότητας.
«Μια τόσο εντυπωσιακή αύξηση αντανακλά τις προοπτικές που υπάρχουν από την εμπορία των τιμών των ρύπων για την αναμόρφωση των κινήτρων και των επενδύσεων προς την κατεύθυνση της απολιγνιτοποίησης» αναφέρει, μεταξύ άλλων, η έκθεση.
Πολλές χώρες διεθνώς χρησιμοποιούν ένα σύστημα τιμολόγησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου να «πιάσουν» τους κλιματικούς στους στόχους μέσα και από την επιβολή στοχευμένων φόρων ή μέσα από ένα σύστημα εμπορίας ρύπων, όπως το EU ETS (EU Emissions Trading System).
Σύμφωνα με τον νεότερο απολογισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας σήμερα λειτουργούν διεθνώς 68 εργαλεία τιμολόγησης ρύπων, σε σχέση με 64 πέρυσι, τα οποία καλύπτουν πάνω από το 23% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως, από το 21% πέρυσι. Από αυτά 36 αφορούν φόρους άνθρακα και 32 ETS.
Μέσα στην τελευταία χρονιά από τα τέσσερα που προστέθηκαν, τα τρία συστάθηκαν στη βόρειο Αμερική και το ένα στην Ουρουγουάη (μέσα από το νέο φόρο άνθρακα που εφαρμόζεται από τον περασμένο Ιανουάριο). Όμως, τουλάχιστον άλλες τρεις χώρες, το Ισραήλ, η Μαλαισία και η Μποτσουάνα έχουν ανακοινώσει σχέδια για την δρομολόγηση νέων πολιτικών για την τιμολόγηση των ρύπων.
Σε πολλές περιοχές οι τιμές εμπορίας των ρύπων «έπιασαν» ιστορικά υψηλά επίπεδα μέσα στην τελευταία χρονιά. Ανάμεσα τους περιλαμβάνονται η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Καναδάς, η Νέα Ζηλανδία, η Κορέα και η αμερικανική πολιτεία της Καλιφόρνια. Όμως, η έκθεση εκτιμά πως σε πολλές περιοχές και χώρες του πλανήτη οι τιμές παρέμειναν σε επίπεδα χαμηλότερα από ότι απαιτούνται για να δρομολογηθούν οι αλλαγές που ορίζει η Συνθήκη του Παρισιού για το Κλίμα.
«Λιγότερο από το 4% των παγκόσμιων εκπομπών καλύπτονται σήμερα από μια άμεση τιμολόγηση άνθρακα, εντός του πλαισίου που χρειάζεται μέχρι το 2030» προειδοποιεί η έκθεση.
Μια έκθεση από την Επιτροπή Τιμολόγησης Άνθρακα έχει επισημάνει πως οι τιμές θα πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 50 και 100 δολαρίων τον τόνο, μέχρι το 2030, προκειμένου να επιτευχθεί ο διεθνής στόχος για την μείωση του ρυθμού υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου. Όπως δηλαδή είναι ο στόχος και της Συνθήκης του Παρισιού.
«Την τελευταία χρονιά είδαμε κάποια πολύ θετικά σημάδια, όπως η σημαντική αύξηση των εσόδων μπορούν να επενδυθούν στις κοινότητες για την υποστήριξη της μετάβασης σε χαμηλούς ρύπους» σχολίασε χαρακτηριστικά η Μπερνίς Βαν Μπρόνκχορστ, παγκόσμια διευθύντρια για θέματα κλιματικής αλλαγής, στην Παγκόσμια Τράπεζα, προειδοποιώντας ωστόσο ότι είναι σημαντική η αξιοποίηση της δυναμικής που έχει δημιουργηθεί ώστε να χρησιμοποιηθούν όλες οι προοπτικές στο μέτωπο της τιμολόγησης άνθρακα για την υποστήριξη του στόχου της απολιγνιτοποίησης.