Quantcast

Π. Λιαργκόβας: Δεν θα κινδυνεύσει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας από την αύξηση στον κατώτατο μισθό

Η μάχη της, οποιασδήποτε, κυβέρνησης απέναντι στον πληθωρισμό είναι άνιση, σημειώνει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας

Η μάχη της, οποιασδήποτε, κυβέρνησης απέναντι στον πληθωρισμό είναι άνιση, σημειώνει ο πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Παναγιώτης Λιαργκόβας, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και αναλύει τους λόγους για τους οποίους δεν θα κινδυνεύσει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά ούτε και οι μικρές επιχειρήσεις από την αύξηση στον κατώτατο μισθό.

«Στον βαθμό που αναπτύσσεται η οικονομία, που βελτιώνεται ο τουρισμός, οι όποιες απώλειες μπορούν να εξουδετερωθούν. Πρόβλημα θα υπήρχε εάν δινόταν αυτή η αύξηση σε συνθήκες ύφεσης της οικονομίας μας» επισημαίνει μεταξύ άλλων.

Υπογραμμίζει ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας και προσθέτει ότι: «Αυτό θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας τη σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων».

Επιπλέον, ο κ. Λιαργκόβας σημειώνει ότι θεωρεί μονόδρομο την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων «έτσι ώστε οι επιμέρους αγορές να λειτουργούν ανταγωνιστικά και να μην δίνουν καθόλου χώρο σε κερδοσκόπους και να ενταθούν οι επενδύσεις στις ΑΠΕ ώστε εκμεταλλευόμενη η χώρα μας τα φυσικά της πλεονεκτήματα να απεξαρτηθεί από τις ακριβές εισαγωγές ενέργειας».

Τέλος, αναφέρει ότι μπορεί να παρατηρείται μια διστακτικότητα στο επιχειρείν ως αποτέλεσμα της αύξησης της αβεβαιότητας λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, «όμως από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι υπάρχουν μια σειρά από ώριμα επενδυτικά σχέδια, μικρά και μεγάλα, που είναι σε θέση να αλλάξουν την όψη της ελληνικής οικονομίας».

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Παναγιώτη Λιαργκόβα στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στη δημοσιογράφο Εύη Παπαδοσηφάκη

– Κύριε Λιαργκόβα, όπως έχετε δηλώσει, ο πληθωρισμός φαίνεται πλέον ότι θα παραμείνει μαζί μας για όλο το 2022, πιθανώς και για το 2023. Και όσο περισσότερο παραμένει τόσο περισσότερο θα ροκανίζει το εισόδημα των νοικοκυριών. Αναγκαστικά, ο πληθωρισμός ωθεί τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα όπως π.χ. επιδοτήσεις ηλεκτρικού ρεύματος, στοχευμένη στήριξη ευάλωτων νοικοκυριών, μειώσεις φορολογίας. Μπορούν αυτά τα μέτρα να τιθασεύσουν το πρόβλημα;

αυτά τα μέτρα είναι χρήσιμα και απαραίτητα στη μάχη εναντίον του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση έχει κάνει ήδη χρήση των επιδοτήσεων ηλεκτρικού ρεύματος, της στήριξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και της αύξησης του κατώτατου μισθού. Στην πορεία θα επιστρατεύσει και άλλα μέτρα εφόσον δεν υπάρξει ευρωπαϊκή απάντηση στο πρόβλημα του πληθωρισμού. Όμως η μάχη της, οποιαδήποτε, κυβέρνησης απέναντι στον πληθωρισμό είναι άνιση. Τα κυβερνητικά μέτρα αναχαιτίζουν τον πληθωρισμό αλλά δεν τον εξαλείφουν. Βοηθούν στην άμβλυνση των επιπτώσεων αλλά δεν χτυπούν το κακό στη ρίζα του. Η λύση του προβλήματος θα υπάρξει μόνο όταν ενισχυθεί η προσφορά και αυτή συναντήσει την αντίστοιχη ζήτηση. Όταν δηλαδή καταφέρει η Ευρώπη να εξασφαλίσει συνεχή προσφορά ενέργειας, όταν εξαλειφθεί πλήρως ο κορονοϊός και αποκατασταθούν οι εφοδιαστικές αλυσίδες και όταν καταφέρουν οι κοινωνίες να οικοδομήσουν ένα νέο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, αλλάζοντας το σημερινό καταναλωτικό πρότυπο που ευθύνεται για τις κλιματικές επιπτώσεις. Μπορούν να γίνουν όλα αυτά γρήγορα; Δυστυχώς όχι. Μέχρι τότε θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με το πρόβλημα, ζητώντας από την πολιτεία να συνεχίσει να στηρίζει τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

– Από την 1η Μαΐου αλλάζει το ύψος του κατώτατου μισθού. Είναι δηλαδή μια αύξηση 7,5%, πάνω από την αύξηση 6% που υποστήριξε το ΚΕΠΕ. Ποιοι ήταν οι λόγοι που ώθησαν την κυβέρνηση σε αυτή τη γενναία αύξηση των μισθών;

Δύο ήταν κατά την γνώμη μου οι λόγοι για αυτήν την αύξηση. Πρώτα-πρώτα, οι καλές επιδόσεις της οικονομίας το 2021. Την περσυνή χρονιά καταγράφηκε εντυπωσιακή αποκατάσταση των απωλειών του 2020 καθώς το ΑΕΠ εμφάνισε αξιοσημείωτη αύξηση 8,3% αντισταθμίζοντας κατά πολύ την μείωση κατά 9% του 2020. Επιπλέον, καταγράφηκαν αύξηση της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης, αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και βελτίωση στις επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου. Οι δείκτες κύκλου εργασιών και όγκου στο λιανικό εμπόριο σημείωσαν βελτίωση τόσο σε σχέση με το 2020 όσο και με το 2019. Επιπλέον, τα πιο πρόσφατα δεδομένα για την αγορά εργασίας δείχνουν το 2021 αύξηση της απασχόλησης, η οποία συνοδεύτηκε από αξιόλογη μείωση του αριθμού των ανέργων οδηγώντας σε παραπέρα πτώση του ποσοστού της ανεργίας. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τον πληθωρισμό. Ο πληθωρισμός σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο αυξημένο ενεργειακό κόστος, δημιουργώντας πιέσεις στα νοικοκυριά, τα οποία βλέπουν το πραγματικό τους εισόδημα να μειώνεται συνεχώς. Επιπλέον δυσμενείς προσδοκίες διατηρούνται από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία τροφοδοτεί τις πληθωριστικές πιέσεις τόσο στον κλάδο της ενέργειας όσο και σε συγκεκριμένους κλάδους τροφίμων.

– Για ίδιο θέμα, υπενθυμίζεται ότι η TτΕ τονίζει πως πρέπει να διαφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αποφευχθεί ένα αρνητικό σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως σημειώνει, οι ελληνικές επιχειρήσεις, που στην πλειονότητά τους είναι μικρού μεγέθους, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής που θα προέρχεται τόσο από τις διεθνείς τιμές ενέργειας και πρώτων υλών όσο και από το εργασιακό κόστος, επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Με ποιο τρόπο μπορούμε να αποφύγουμε τον κίνδυνο του «αρνητικού σπιράλ»;

Πράγματι, η ΤτΕ πρότεινε μια αύξηση από 2,7% (η μικρότερη όλων) έως 3,4% προκειμένου να διαφυλαχτεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και η σταθερότητα των τιμών. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα κινδυνεύσει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά ούτε και οι μικρές επιχειρήσεις από την αύξηση 7,5% στον κατώτατο μισθό, για δύο πάλι λόγους. Πρώτα-πρώτα, τα τρία προηγούμενα χρόνια είχαμε συνεχή βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε επομένως το περιθώριο να αυξήσουμε τον κατώτατο μισθό έστω και αν για φέτος επηρεαστεί αρνητικά η ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον, οι μικρές επιχειρήσεις που θα επιβαρυνθούν από την αύξηση του κατώτατου μισθού, κυρίως στον χώρο της εστίασης και του τουρισμού, θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν τις απώλειες από την αύξηση του τζίρου τους. Στον βαθμό που αναπτύσσεται η οικονομία, που βελτιώνεται ο τουρισμός, οι όποιες απώλειες μπορούν να εξουδετερωθούν. Πρόβλημα θα υπήρχε εάν δινόταν αυτή η αύξηση σε συνθήκες ύφεσης της οικονομίας μας.

– Συμφωνείτε με τη σημερινή διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού που δεν βασίζεται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις;

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, μία ανεξάρτητη επιτροπή ειδικών ή συγκεκριμένος αρμόδιος οργανισμός, λαμβάνοντας υπόψη τις προτάσεις των κοινωνικών φορέων και αξιοποιώντας πλειάδα στατιστικών δεδομένων εισηγείται (σε συγκεκριμένες χώρες δεσμευτικά) στην εξ ορισμού αρμόδια Κυβέρνηση τις εκάστοτε αλλαγές στο ύψος του κατώτατου μισθού. Αυτή η πρακτική είναι ευρέως αποδεκτή ως καλή, καθώς μειώνει τις κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις, ενώ συνυπολογίζει οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια, όπως γίνεται και στη χώρα μας με την ισχύουσα νομοθεσία. Εξάλλου, οι αποφάσεις για τον κατώτατο μισθό δεν αφορούν αποκλειστικά στους συνδικαλισμένους εργαζόμενους και τους εργοδότες, καθώς επηρεάζουν επίσης τις προοπτικές απασχόλησης των ανέργων, των μη συνδικαλισμένων εργαζόμενων και των εργαζομένων στην παραοικονομία, οι οποίοι είναι αμφίβολο εάν εκπροσωπούντο επαρκώς στην προηγούμενη διαδικασία. Επίσης, η επίδραση του κατώτατου μισθού σε καίρια μακροοικονομικά μεγέθη (ανεργία, μοναδιαίο κόστος εργασίας, ισοζύγιο πληρωμών, κτλ.) δεν θα πρέπει να αγνοείται. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο μηχανισμός αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού που εφαρμόζεται στην χώρα μας είναι μία σύγχρονη καλή πρακτική. Φαίνεται ότι είναι σύμφωνη με το πνεύμα και το γράμμα του σχεδίου σχετικής Οδηγίας της ΕΕ και στις χώρες που εφαρμόζεται είχε θετικά αποτελέσματα, αφού επιτρέπει την ολοκληρωμένη, ανεξάρτητη και συστηματική αξιολόγηση των δυνατοτήτων αύξησης του κατώτατου μισθού. Επιστροφή στον προηγούμενο μηχανισμό καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσω συλλογικής διαπραγμάτευσης των τριτοβάθμιων κοινωνικών εταίρων, που σημειωτέον δεν εφαρμόζεται σε καμία χώρα, θα αποτελούσε άκαρπη οπισθοδρόμηση και αφαίρεση από την πολιτεία της ευθύνης να ασκεί την κοινωνική και οικονομική πολιτική.

– Συμφωνείτε με την άποψη ότι είναι αναγκαία η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά, περίπου, μιάμιση ποσοστιαία μονάδα προκειμένου να αυξηθεί ακόμα περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των χαμηλόμισθων;

Ναι, συμφωνώ. Παρά τις δρομολογημένες μειώσεις, το σύνολο των υποχρεωτικών εισφορών στη χώρα μας παραμένει υψηλό και σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Είναι συνεπώς σκόπιμο να δοθεί προτεραιότητα αξιοποίησης ενδεχόμενου δημοσιονομικού χώρου στη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας. Αυτό θα έχει άμεσα θετικές συνέπειες στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, βελτιώνοντας τη σχετική αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων εισοδηματικών κλιμακίων.

– Όπως έχετε αναφέρει ο πληθωρισμός, ιδίως όταν διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, διογκώνει τη φτώχεια και την ανισότητα, προκαλεί ανασφάλεια και αβεβαιότητα και ενισχύει την απαισιόδοξη στάση των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις, οδηγεί σε κοινωνικές συγκρούσεις. Η χώρα μας πως μπορεί στην πορεία της για ένα νέο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης να μην βιώσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο;

ότι είναι μονόδρομος η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων έτσι ώστε οι επιμέρους αγορές να λειτουργούν ανταγωνιστικά και να μην δίνουν καθόλου χώρο σε κερδοσκόπους. Είναι επίσης απαραίτητο να ενταθούν οι επενδύσεις στις ΑΠΕ ώστε η χώρα μας να εκμεταλλευτεί τα φυσικά της πλεονεκτήματα και να απεξαρτηθεί από τις ακριβές εισαγωγές ενέργειας.

– Κυβερνητικά στελέχη έχουν επισημάνει ότι το 2022 θα παραμείνει μια καλή οικονομική χρονιά για την Ελλάδα και οι επενδύσεις συνεχίζονται. Από την πλευρά του ΚΕΠΕ προκύπτει, από τους σύνθετους δείκτες, μια διστακτικότητα – ανασφάλεια στο επιχειρείν. Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας;

Πράγματι παρατηρούμε μια διστακτικότητα, η οποία όμως, είναι αποτέλεσμα της αύξησης της αβεβαιότητας λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όμως από την άλλη πλευρά είναι γνωστό ότι υπάρχουν μια σειρά από ώριμα επενδυτικά σχέδια, μικρά και μεγάλα, που είναι σε θέση να αλλάξουν την όψη της ελληνικής οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή είναι και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που εκταμίευσε ήδη τα πρώτα 3,6 δισ. ευρώ στη χώρα μας για την χρηματοδότηση επενδυτικών έργων.

– Η λήψη αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση πως μπορεί να αλλάξει το τοπίο που διαμορφώνεται;

Μπορεί να το αλλάξει σημαντικά. Το έκανε με την πανδημία, δημιουργώντας το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Μπορεί να το κάνει και τώρα δίνοντας λύση στο πρόβλημα της ενέργειας. Αρκεί να διαπιστώσει ότι καμία χώρα από μόνη της δεν μπορεί να πετύχει όσα μπορεί να πετύχει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της