Τη «μαγική» συνταγή αναζητούν οι κυβερνήσεις, έτσι ώστε να μπαλώσουν τις «τρύπες» στην οικονομία που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, καθώς η πρωτοφανής αυτή κρίση δείχνει πως αφήνει τα κράτη. Παράλληλα, τα οικονομικά επιτελεία θέλουν να διορθώσουν και τις στρεβλώσεις που δημιουργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Η συγκριτική έρευνα του Tax Foundation που βρίσκεται στον ίδιο δρόμο με τον ΟΟΣΑ «δίνει» πολύ σημαντικά στοιχεία. Ο Οργανισμός είχε «δείξει» ότι το μίγμα φόρων στο εισόδημα και φόρων στην περιουσία και στην κατανάλωση είναι καθοριστικής σημασίας. Πάντως, οι πρώτοι μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι οι δεύτεροι.
Η έρευνα διαπιστώνει το εξής σημαντικό: ότι εκτός από την αναθέρμανση των οικονομιών, οι κυβερνήσεις βλέπουν και αναθέρμανση των φορολογικών εσόδων. Το ζητούμενο πάντως είναι ποια συνταγή θα εφαρμόσουν από εδώ και πέρα για να συνεχίσουν να αυξάνονται τα έσοδα και παράλληλα να μην ανακοπεί η ανάκαμψη και να μην επιβαρυνθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Μία χώρα για παράδειγμα με στόχο να προσελκύσει επενδύσεις, θα μπορούσε να μειώσει τη φορολογία των νομικών προσώπων, ρίχνοντας το βάρος σε άλλους φόρους όπως οι φόροι στην κατανάλωση ή στις εισφορές. Αντίστοιχα μία χώρα μια χώρα θα μπορούσε με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενιαίο συντελεστή να προχωρήσει σε αύξηση των εσόδων της, καθώς όπως σημειώνει η έρευνα, συχνά αυτές οι πηγές εσόδων είναι λιγότερο επιζήμιες επενδυτικά.
Στα 30 προηγούμενα χρόνια από το 1990, σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα κράτη στηρίχθηκαν περισσότερο στη φορολογία των επιχειρήσεων, παρά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, όπως επίσης στις ασφαλιστικές εισφορές, αν και σε αυτήν την περίπτωση, η διευρυμένη βάση και οι χαμηλοί συντελεστές, προκαλούν πιο μικρές στρεβλώσεις από τους υψηλότερους συντελεστές στη φορολογία εισοδήματος των φυσικών προσώπων.
Πάντως, η χώρα μας δεν παύει να αποτελεί ειδική περίπτωση, καθώς παρά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9%, εισπράττει το 33,2% των εσόδων από το πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, την ώρα που στο 26,4% βρίσκεται ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ.
Την ίδια ώρα, η αναλογία των φόρων από την περιουσία που ανέρχεται στο 7,9%, είναι πολύ υψηλότερη έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι στο 5,6%. Η συνταγή του ΟΟΣΑ για στροφή στην έμμεση φορολογία ως λιγότερο στρεβλωτική προς την οικονομική δραστηριότητα είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί, καθώς θα είναι υπέρβαση για την Ελλάδα.
Στο 38,5% του συνόλου των εσόδων αντιστοιχούν ΦΠΑ και λοιποί έμμεσοι φόροι, όπως για παράδειγμα οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης και έτσι βρίσκονται σχεδόν 6,5 μονάδες πάνω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Υψηλότερο ποσοστό εξάρτησης από τους φόρους κατανάλωσης στην Ευρώπη έχουν μόνο η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Λετονία.
Η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ δεν συνεπάγεται και ανάλογη αύξηση των εσόδων, κάτι που στην περίπτωση της Ελλάδα αποδείχθηκε περίτρανα την περίοδο των Μνημονίων και αυτό έχει επισημανθεί πολλές φορές από τον ΟΟΣΑ. Ο Οργανισμός θεωρεί πως αποτελεσματικότερη είναι διεύρυνση της βάσης, με κατάργηση εξαιρέσεων- απαλλαγών και την εφαρμογή ενός και μόνο συντελεστή. Και ενώ είναι φανερή η «πληγή» των 5-6 δισ ευρώ κάθε χρόνο, το ελληνικό σύστημα ΦΠΑ δεν παύει να θεωρείται πολύπλοκο.
Πηγη: powergame.gr