Η βίαιη αναδιάταξη που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στην τροφοδοσία της Ευρώπης με φυσικό αέριο αλλά και πετρέλαιο από τη Ρωσία, αποτελεί καταλύτη στη γοργή μετάβαση της Ευρώπης και της Ελλάδας ειδικότερα στην παραγωγή ενέργειας από πράσινες πηγές.
Οι στόχοι του αναθεωρημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπουν αύξηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο 80% έως το έτος 2030.
Η επίτευξη όμως του στόχου σημαίνει πρακτικά αύξηση της συνολικής ισχύος των μονάδων ΑΠΕ από τα 10 GW σήμερα στα 25 – 28 GW στο τέλος του 2030, που αντιστοιχεί σε ετήσια εγκατάσταση και θέση σε λειτουργία μονάδων ισχύος 2 GW είτε πρόκειται για αιολικά, φωτοβολταϊκά ή μονάδες παραγωγής ενέργειας με τη χρήση άλλη «πράσινης» τεχνολογίας.
Τα 2 GW ισχύος απαιτούν επενδύσεις της τάξης των 2 δισ. ευρώ ετησίως, χωρίς να συνυπολογισθούν οι πρόσθετες επενδύσεις για τη δημιουργία νέων εγχώριων και διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων αλλά και μονάδων αποθήκευσης της ενέργειας ισχύος 6-8 GW ώστε να είναι διαθέσιμη η παραγόμενη ενέργεια καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο.
Επιπλέον το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) περιλαμβάνει στο νέο ΕΣΕΚ στόχο για λειτουργία θαλάσσιων αιολικών πάρκων ισχύος 2 GW.
Όλα τα ανωτέρω έργα εκτιμάται πως θα απαιτήσουν επενδύσεις της τάξης των 35 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, ένα ποσό που ακούγεται εξωπραγματικό.
Θα πρέπει να τονισθεί πως έχουν κατατεθεί σχέδια για μονάδες ΑΠΕ με άδεια παραγωγού που φτάνουν τα 80 GW, από τα οποία 56 GW αφορούν φωτοβολταϊκά.
Στα υφιστάμενα 10 GW ΑΠΕ, υπάρχουν μονάδες ισχύος 11,2 GW που έχουν λάβει όρους σύνδεσης με το εθνικό δίκτυο διανομής ενέργειας και άλλα 24,8 GW που έχουν ζητήσει διασύνδεση. Αθροίζοντας διαπιστώνεται πως θα μπορούσαν οι ΑΠΕ να παραγάγουν ισχύ 46 GW ξεπερνώντας τον κυβερνητικό στόχο αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να διασυνδεθούν στο ελληνικό σύστημα μεταφοράς και διανομής, η χωρητικότητα του οποίου το 2030 εκτιμάται πως θα φτάνει τα 28,6 GW με βάση το αισιόδοξο σενάριο.
Στα θετικά είναι πως η Ελλάδα συγκαταλέγεται ήδη στην πρώτη δεκάδα του κόσμου με βάση την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, μαζί με άλλες οκτώ χώρες της Ευρώπης.
Το ΥΠΕΝ από την πλευρά του δρομολογεί την αναβάθμιση των δικτύων διανομής και μεταφοράς ώστε να μπορούν να διασυνδεθούν οι νέες ΑΠΕ (πράγμα όχι τόσο απλό καθότι εμπλέκονται οι διαδικασίες του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ), την επιτάχυνση της διαδικασίας αδειοδότησης ώστε να εκδίδονται οι απαραίτητες άδειες με διαδικασίες fast track, τη δημιουργία κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου για την προώθηση των επενδύσεων σε μονάδες αποθήκευσης ενέργειας αλλά και τη στήριξη νέων τεχνολογιών όπως το υδρογόνο.
Σύμφωνα με το τελευταίο World Energy Outlook 2022 του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ), η γραφειοκρατικές εμπλοκές και καθυστερήσεις αποτελούν διεθνές φαινόμενο. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η αδειοδότηση μιας γραμμής υψηλής τάσης μπορεί να χρειαστεί έως και 13 χρόνια στις ανεπτυγμένες οικονομίες, ενώ η αδειοδότηση ενός νέου ορυχείου για εξόρυξη μετάλλων όπως το νικέλιο ή το λίθιο που είναι απαραίτητα για πολλές πράσινες τεχνολογίες απαιτεί περίπου 16 χρόνια μαζί με την περίοδο κατασκευής.
Η ενίσχυση των πράσινων διμερών συμβάσεων (PPAs) μέσω των οποίων θα μπουν στην αγορά, οι περισσότερες από τις νέες μονάδες ΑΠΕ, αποτελεί κρίσιμο συστατικό για την υλοποίηση των μονάδων ΑΠΕ καθότι θα καθορίζει τα μελλοντικά έσοδα απόσβεσης της σχετικής επένδυση.. Το μοντέλο με τις προκαθορισμένες ταρίφες στο οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας τα τελευταία χρόνια μάλλον εγκαταλείπεται.