Οι ανησυχίες, τα σχέδια και οι προσδοκίες των τραπεζιτών

Παρά τις σκιές στην Ουκρανία και την ανησυχία από τις επιπτώσεις στα νοικοκυριά λόγω αύξησης των τιμών στην ενέργεια ( άμεσες αλλά και έμμεσες), οι Έλληνες τραπεζίτες εκτιμούν ότι σύντομα όλη η αγορά θα παρουσιάζει μονοψήφιο δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων

Θετικό εξακολουθεί και παραμένει το ισοζύγιο αναφορικά με τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών φέτος, παρά το τριπλό χτύπημα που υφίσταται η αγορά, από τη συνέχιση της πανδημίας, την εκτίναξη του πληθωρισμού εξαιτίας και του ενεργειακού κόστους και προσφάτως της πολεμικής σύρραξης σε ευρωπαϊκό έδαφος.

 

Ξεκάθαρα η εικόνα του 2021 που δόθηκε αυτή την εβδομάδα στη δημοσιότητα από τις συστημικές τράπεζες της χώρας αλλά και τα μηνύματα των επικεφαλής των τεσσάρων τραπεζών, Φ. Καραβία, Β. Ψάλτη, Χρ. Μεγάλου και Π. Μυλωνά, προς τους θεσμικούς επενδυτές για τη φετινή χρήση, αντανακλούν μια αισιοδοξία ότι η προσπάθεια που απέφερε σημαντικούς καρπούς πέρυσι στη διαχείριση των κόκκινων δανείων και στην κεφαλαιακή ενίσχυση, θα συνεχισθεί με νέους, επικαιροποιημένους, φιλόδοξους στόχους.

Παρά τις σκιές στην Ουκρανία και την ανησυχία από τις επιπτώσεις στα νοικοκυριά λόγω αύξησης των τιμών στην ενέργεια ( άμεσες αλλά και έμμεσες), οι Έλληνες τραπεζίτες εκτιμούν ότι σύντομα όλη η αγορά θα παρουσιάζει μονοψήφιο δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων και σύντομα, ο δείκτης αυτός θα υποχωρήσει σε νέα χαμηλότερα επίπεδα.

Στο «βωμό» της εξυγίανσης των ισολογισμών από τα βάρη του παρελθόντος, που ήταν κυρίως προϊόν της χρόνιας οικονομικής ύφεσης σε συνδυασμό με έναν υπερδανεισμό, οι τράπεζες μείωσαν συνολικά τα κόκκινα δάνεια κατά 39 δισ. ευρώ πέρυσι, μέσα από τιτλοποιήσεις και από πωλήσεις δανείων, οι οποίες όμως επηρέασαν το αποτέλεσμα της κερδοφορίας τους.

Σε οργανικό επίπεδο, παρουσιάστηκε σημαντική αύξηση των κερδών, με διψήφια ποσοστιαία αύξηση από προμήθειες και με σχετικά μειωμένες λειτουργικές δαπάνες, καθώς και από έσοδα από ανάπτυξη νέων εργασιών και χορήγηση νέων δανείων (κατά μέσο όρο οι νέες εκταμιεύσεις υπερέβησαν τα 5 δισ. ευρώ ανά όμιλο).

Λόγω προβλέψεων αλλά κυρίως λόγω κόστους τιτλοποιήσεων, οι μισές τράπεζες από τις συστημικές παρουσίασαν ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ, σχεδόν συνολική ήταν η μείωση των εσόδων από τόκους (που ως έναν βαθμό πηγάζει από τη μείωση του όγκου των προς διαχείριση δανείων).

Συνοπτικά, η ακτινογραφία των τεσσάρων μεγάλων της αγοράς είναι η ακόλουθη:

Η Eurobank ήταν η πρώτη ελληνική τράπεζα που άνοιξε το χορό της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του 2021 και η πρώτη τράπεζα που ανακοίνωσε μονοψήφιο NPE 6,8% .

Η Εθνική Τράπεζα είναι η δεύτερη ελληνική τράπεζα που ανακοινώνει μονοψήφιο δείκτη, στο 7% με στόχο να προσεγγίσει ως το 2024 το 3% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Στόχο που έχουν και οι τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες, που η κάθε μία θα ανακοινώσει φέτος μονοψήφιο NPEs (ως το πρώτο εξάμηνο η Alpha Bank και ως το τέλος του έτους η Πειραιώς). Οι δύο αυτές τράπεζες είχαν στο τέλος του 2021 δείκτη NPE 13,1% και 12,50%.

Κεφαλαιακά ισχυρές, με την Εθνική να φθάνει στο 17,5% σε συνολική κεφαλαιακή επάρκεια (CAD) και σε 16,9% στο CET 1 (Δείκτης Κύριων Κεφαλαίων), τη Eurobank με CAD 16,8% και CET1 14,5%, την Alpha Bank με CAD 16,1% και CET1 13,2% και την Πειραιώς με CAD 15,9% και CET 1 11,2%.

Ένα κοινό χαρακτηριστικό ήταν ότι όλες οι τράπεζες ξεπέρασαν τη χρήση 2021 τις αρχικές τους προσδοκίες. Τα αποτελέσματα εργασιών τους και οι στόχοι που έθεσαν υπερέβησαν τις προβλέψεις τους. Ισχυροί ρυθμοί οργανικής κερδοφορίας που υπόσχονται ένα καλύτερο 2022.