Οι πόλεμοι είναι και μεγάλα οικονομικά σοκ. Ο πόλεμος του Βιετνάμ αποσταθεροποίησε τα δημόσια οικονομικά των ΗΠΑ. Ο πόλεμος της Κορέας του 1950-53 και ο πόλεμος του Yom Kippur το 1973 πυροδότησαν τεράστιες αυξήσεις στις τιμές ζωτικών εμπορευμάτων.
Και αυτή τη φορά, ένας πόλεμος στον οποίο εμπλέκεται ένας τεράστιος ενεργειακός εξαγωγέας, η Ρωσία, με έναν σημαντικό εξαγωγέα πολλών άλλων εμπορευμάτων – κυρίως σιτηρών – την Ουκρανία, αυξάνει τον πληθωρισμό και προκαλεί απότομες μειώσεις στα πραγματικά εισοδήματα των καταναλωτών, γράφει ο οικονομικός αναλυτής Martin Wolf, σε άρθρο του στους Financial Times, το οποίο αναδημοσιεύει το euro2day.
Πιο σημαντικό είναι το ότι ο πόλεμος αύξησε τις ήδη διάχυτες πιέσεις στις οικονομίες, τις διεθνείς σχέσεις και την παγκόσμια διακυβέρνηση. Η αποχώρηση των δυτικών υπουργών και κεντρικών τραπεζιτών από τη συνεδρίαση των G20 την περασμένη εβδομάδα όταν μιλούσε ο ρώσος αντιπρόσωπος, αποτελεί υπενθύμιση του διχασμένου κόσμου μας.
Ακόμα και πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο κόσμος δεν είχε ανακάμψει από τα οικονομικά κόστη της Covid, πόσο μάλλον από τις ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της. Οι διαταράξεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες ήταν διάχυτες και ο πληθωρισμός είχε εκτιναχθεί σε απρόσμενα υψηλά επίπεδα. Η νομισματική πολιτική αναμενόταν να περιοριστεί πολύ. Ο κίνδυνος ύφεσης, που επιδεινώθηκε από τις χρεοκοπίες και τις χρηματοπιστωτικές διαταράξεις, ήταν υψηλός. Σε αυτό έπρεπε να προστεθούν και οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ της Κίνας και της Δύσης και των αποκλινουσών πολιτικών τους για την Covid.
Αυτός ο πόλεμος έρχεται μετά από ένα λοιμό και απειλεί με λιμό. Πρόκειται για τρεις από τις τέσσερις «καταστροφικές» κρίσεις του Κυρίου κατά τον Ιεζεκιήλ. Δυστυχώς, η τέταρτη, ο θάνατος, ακολουθεί τις άλλες τρεις.
Ο πόλεμος είναι ουσιαστικά ένας πολλαπλασιαστής διασπάσεων σε έναν ήδη διαταραγμένο κόσμο. Οικονομικά, λειτουργεί μέσω πέντε βασικών καναλιών: τις υψηλότερες τιμές εμπορευμάτων, τη διατάραξη του εμπορίου, τη χρηματοοικονομική αστάθεια, την ανθρωπιστική επίπτωση, πάνω απ’ όλα, με εκατομμύρια πρόσφυγες, και την πολιτική αντίδραση, κυρίως τις κυρώσεις. Όλα αυτά επίσης αυξάνουν την αβεβαιότητα.
Στην τελευταία του εκτίμηση για την παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ έχει μειώσει αναλόγως τις προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη και έχει αυξήσει τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό για δεύτερη διαδοχική φορά. Μετά τον ενθουσιασμό της απρόσμενα ταχείας ανάκαμψης από την ύφεση που προκάλεσε η Covid το 2020, ήρθε η απογοήτευση.
Οι προβλέψεις για παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη φέτος έχουν μειωθεί κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες από τον Οκτώβριο του 2021. Για τις χώρες υψηλού εισοδήματος, η πρόβλεψη έχει μειωθεί κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες και για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες. Οι εκτιμήσεις για τη δυνητική παραγωγή είναι επίσης γενικά χαμηλότερα των προ πανδημίας προσδοκιών.
Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό έχουν επίσης αυξηθεί σημαντικά. Προβλέπεται τώρα να αγγίξει το 5,7% στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος και το 8,7% στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες.
Δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα υψηλότερων τιμών εμπορευμάτων ή άλλων ελλείψεων στις προμήθειες. Όπως επιμένει ο Jason Furman του Kennedy School του Harvard, αυτός ο πληθωρισμός «καθοδηγείται από τη ζήτηση και είναι επίμονος». Όπως στη δεκαετία του 1970, η ισχυρή ζήτηση θα μπορούσε να διατηρήσει ένα σπιράλ μισθών-τιμών, καθώς οι εργαζόμενοι προσπαθούν να διατηρήσουν τα πραγματικά εισοδήματα. Το ΔΝΤ υποστηρίζει από την πλευρά του πως το πετρέλαιο είναι πολύ λιγότερο σημαντικό απ’ όσο ήταν κάποτε, οι αγορές εργασίας έχουν αλλάξει και οι κεντρικές τράπεζες είναι ανεξάρτητες. Όλα αυτά ισχύουν. Αλλά η αλληλεπίδραση μεταξύ των λαθών πολιτικής και των σοκ στην εφοδιαστική αλυσίδα μπορεί και πάλι να προκαλέσουν στασιμοπληθωριστικό χάος.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πολύ χειρότερα αποτελέσματα από αυτά που προτείνει το ΔΝΤ στη βασική του πρόβλεψη, αφού υποθέτει ότι ο πόλεμος θα παραμένει περιορισμένος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις στη Ρωσία δεν θα σκληρύνουν περισσότερο, δεν θα έχουμε μια πιο θανατηφόρα μορφή της Covid, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής είναι περιορισμένη και δεν υπάρχουν μεγάλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Οποιαδήποτε από αυτές τις ελπίδες -για την ακρίβεια, πολλές από αυτές- θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
Ένα τεράστιο ζήτημα για την ανθρώπινη ευημερία, αν όχι για την παγκόσμια οικονομία, είναι η πιθανότητα οικονομικής δυσπραγίας στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες, ειδικά εκείνες που πλήττονται επίσης από τις υψηλότερες τιμές των εμπορευμάτων. Όπως επισημαίνει η Έκθεση Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το ένα τέταρτο των εκδοτών χρέους σε σκληρό νόμισμα ήδη βλέπει το χρέος της να τελεί υπό διαπραγμάτευση σε επίπεδα distressed. Η Δύση πρέπει τώρα να βοηθήσει τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν πληγεί από την κρίση πολύ περισσότερο από όσο είχε βοηθήσει στη μάχη κατά της Covid.
Ένα θετικό των πρόσφατων καταστροφών είναι ότι δυσφημίζεται η απόλυτη δικτατορία. Η συγκέντρωση της δύναμης στα χέρια ενός λανθασμένου ανθρώπου είναι υψηλού κινδύνου, στην καλύτερη περίπτωση, και καταστροφική, στη χειρότερη. Το καθεστώς Putin είναι μια φρικτή υπενθύμιση του τι μπορεί να συμβεί σε μια τέτοια διακυβέρνηση. Αλλά η προσπάθεια του Xi Jinping να εξαλείψει ένα εξαιρετικά μολυσματικό και όχι ιδιαίτερα επικίνδυνο παθογόνο από τη χώρα του είναι ένα άλλο σημάδι του τι μπορεί να φέρει η ανεξέλεγκτη δύναμη. Η δημοκρατία δεν έχει καλυφθεί με δόξα, αλλά οι ηγέτες της μπορούν τουλάχιστον να απομακρυνθούν.
Ωστόσο, δυστυχώς, μοιραζόμαστε τον πλανήτη με αυτά τα καθεστώτα και ειδικά με αυτό της Κίνας. Σε αντίθεση με τη Ρωσία, η Κίνα είναι μια υπερδύναμη, όχι απλώς μια φθίνουσα δύναμη, με απύθμενη δυσαρέσκεια και χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές. Η Δύση το λιγότερο που θα χρειαστεί θα είναι να συνεργαστεί με την Κίνα για τη διαχείριση του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών.
Πιο ουσιαστικά, χρειαζόμαστε ειρήνη, ευημερία και προστασία του πλανήτη. Αυτά δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς κάποιο βαθμό συνεργασίας. Οι θεσμοί του Bretton Woods αποτελούν «μνημείο» στην προσπάθεια να επιτευχθεί αυτό. Πριν από είκοσι πέντε χρόνια, πολλοί ήλπιζαν ότι βρισκόμασταν στον δρόμο προς αυτό που χρειαζόταν η ανθρωπότητα. Τώρα, δυστυχώς, βρισκόμαστε ξανά σε μια κατηφορική πορεία προς έναν κόσμο διχασμού, αναστάτωσης και κινδύνου.
Εάν δεν προκύψουν περαιτέρω κραδασμοί, οι παρούσες διαταραχές θα πρέπει να ξεπεραστούν. Αλλά μας υπενθύμισαν ότι τα τεράστια σοκ είναι πιθανά και είναι επίσης σχεδόν πάντα αρνητικά.
Πρέπει να αντισταθούμε στη Ρωσία. Αλλά αν δεν μπορούμε να διατηρήσουμε ελάχιστα επίπεδα συνεργασίας, ο κόσμος που θα καταλήξουμε να μοιραζόμαστε, είναι απίθανο να είναι ένας κόσμος στον οποίο θέλουμε να ζούμε.