Άμεσες φαίνεται πως θα είναι οι συνέπειες στην ναυτιλία, από την κλιμάκωση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία. Μάλιστα, αυτές δεν θα αφορούν μόνο την πορεία των ναυλαγορών, αλλά και το ανθρώπινο σκέλος, με τους ειδικούς να προειδοποιούν για τον κίνδυνο να δημιουργηθούν σημαντικές ελλείψεις σε πληρώματα. Όπως ανέφερε την Πέμπτη, το Διεθνές Ναυτικό Επιμελητήριο (International Chamber of Shipping), το 14,5% από το σύνολο των 1.9 εκατ. ναυτικών και μελών πληρώματος που απασχολούνται στην ποντοπόρο ναυτιλία, είναι ρωσικής και ουκρανικής υπηκοότητας. Συγκεκριμένα, το 10,5% ή 199.500 είναι Ρώσοι και το υπόλοιπο 4% ή 76.000 είναι Ουκρανοί.
Είναι προφανές ότι οποιοδήποτε εμπόδιο στη δυνατότητα των ανθρώπων αυτών να ταξιδέψουν (π.χ. από και προς τα πλοία όπου απασχολούνται), αλλά και στην αποζημίωσή τους για την εργασία που παρέχουν, θα εντείνει εκ νέου τα προβλήματα στο θαλάσσιο εμπόριο. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, ο γενικός γραμματέας του ICS, κ. Γκάι Πλάτεν, «οι ναυτικοί έχουν βρεθεί στην εμπροσθοφυλακή, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλεται να διατηρηθεί ο όγκος του παγκόσμιου εμπορίου άθικτος κατά την διάρκεια της πανδημίας. Ευελπιστούμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς να συνεχίσουν να διευκολύνουν την διακίνηση αγαθών, αλλά και των συγκεκριμένων εργαζόμενων στην παρούσα συγκυρί».
Ήδη πάντως έχουν ξεκινήσει να καταγράφονται σοβαρά προβλήματα στο διεθνές εμπόριο πετρελαίου. Από την Πέμπτη, οι σημαντικότερες χώρες προμήθειας ρωσικού πετρελαίου, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν εγγυητικές επιστολές από τράπεζες της Δύσης (απαραίτητες για την αγορά φορτίων), αλλά ούτε και πλοία για να μεταφέρουν αργό πετρέλαιο. Υπενθυμίζεται ότι η Ρωσία αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς αργού πετρελαίου διεθνώς, διαθέτοντας μερίδιο της τάξεως του 10%. Ήταν λοιπόν επόμενο να εκτοξευτεί η διεθνής τιμή του πετρελαίου στο υψηλότερο σημείο από το 2014 (105 δολάρια/βαρέλι), καθώς ο φόβος των ελλείψεων είναι ορατός. Η Ελλάδα έχει ήδη απευθύνει επείγουσα και ισχυρή σύσταση σε όλα τα πλοία ελληνικών συμφερόντων να αποχωρήσουν από τα χωρικά ύδατα, τόσο της Ρωσίας, όσο και της Ουκρανίας, τη στιγμή που υπάρχουν αναφορές για το πλήγμα από βόμβα, που δέχθηκε ένα φορτηγό πλοίο τουρκικών συμφερόντων, που βρισκόταν έξω από το λιμάνι της Οδησσού.
Άμεση ήταν και η αντίδραση της Maersk, μίας εκ των μεγαλύτερων εταιρειών μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων παγκοσμίως. Η εταιρεία από την Δανία ανακοίνωσε ότι διακόπτει κάθε προσέγγιση στα λιμάνια της Ουκρανίας, τουλάχιστον μέχρι την Δευτέρα, 28 Φεβρουαρίου. Η εταιρεία έχει ήδη κλείσει τα γραφεία της στην Οδησσό, στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας, λόγω της σύρραξης με την γειτονική Ρωσία. Μέχρι και χθες (Παρασκευή) πάντως, οι υπηρεσίες της Maersk στην Ρωσία παρέμεναν διαθέσιμες.
Τα παραπάνω μεταφράζονται σε σοβαρή επιδείνωση της ενεργειακής κρίσης, καθώς εκτός από το φυσικό αέριο, πρόβλημα θα υπάρξει πλέον και στην αγορά πετρελαίου. Μεταξύ των μεγαλύτερων αγοραστών ρωσικού πετρελαίου, είναι μεγάλες βιομηχανίες πετρελαίου, όπως η BP, η Shell, η ΕΝΙ, η TotalEnergies, η Chevron και η Exxon Mobil, όπως επίσης και όμιλοι εμπορίας πρώτων υλών, όπως Vitol, Glencore, Trafigura, Gunvor και Mercuria.
Η Ρωσία εξάγει περίπου 4-5 εκατ. βαρέλια πετρελαίου την ημέρα και επιπλέον 2-3 εκατ. βαρέλια πετρελαίου διυλισμένων προϊόντων πετρελαίου. Οι βασικές αγορές της είναι η Κίνα, η Ε.Ε., η Ν. Κορέα, η Ινδία και η Ιαπωνία. Αρκετές τράπεζες αποφεύγουν την έκδοση εγγυητικών επιστολών, λόγω του “συνδρόμου του Ιράν”. Ανησυχούν δηλαδή ότι τυχόν κυρώσεις από την διεθνή κοινότητα, θα έχουν ως αποτέλεσμα να εμπλακούν και οι τράπεζες σε συναλλαγές που θα είναι σύντομα απαγορευμένες (ακόμα κι αν σήμερα τυπικά δεν είναι). Μέχρι να ξεκαθαρίσει το νομικό σκέλος, φαίνεται πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν προβλήματα στις συναλλαγές αυτές. Οι εγγυητικές επιστολές εκδίδονται για λογαριασμό του αγοραστή ενός φορτίου πρώτων υλών και παρέχουν την εγγύηση στην τράπεζα του πωλητή, ότι αυτός θα πληρωθεί για το φορτίο που αποστέλλει.
Τα παραπάνω έχουν ασφαλώς εκτοξεύσει και τους ναύλους. Μέσα σε ένα 24ωρο, το κόστος ναύλωσης ενός δεξαμενόπλοιου, που θα φορτώσει στη Ρωσία με προορισμό κάποιο λιμάνι της Β. Ευρώπης τριπλασιάστηκε, καθώς πολλοί πλοιοκτήτες δεν εξυπηρετούν πλέον τέτοια δρομολόγια. Οι λίγοι «τολμηροί» (όχι πάνω από 10% πάντως) μπορούν να αποκομίσουν ακόμα και 2,3 εκατ. δολάρια ανά φορτίο.