Quantcast

Morgan Stanley: Ο αντίκτυπος του πολέμου στις ελληνικές τράπεζες

Όπως επισημαίνει, η άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στην Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη

Το πώς επηρεάζει ο πόλεμος στην Ουκρανία την ελληνική οικονομία και τις τράπεζες συζήτησε η Morgan Stanley με τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών σε πρόσφατο συνέδριο.

Όπως επισημαίνει, η άμεση έκθεση της ελληνικής οικονομίας στην Ρωσία και την Ουκρανία είναι περιορισμένη, καθώς μόνο το 1% των τουριστών προέρχεται από αυτές τις χώρες, όμως, περίπου το 20% του πετρελαίου και το 40% του φυσικού αερίου της Ελλάδας προέρχεται από τη Ρωσία. Σύμφωνα με τις συζητήσεις που είχε με τις διοικήσεις των τραπεζών, οι προσδοκίες για ανάπτυξη 5-5,5% πριν από τον πόλεμο, πλέον έχουν υποχωρήσει και την τοποθετούν πιο κοντά 3%, με τον πληθωρισμό να προβλέπεται πλέον κοντά σε διψήφια επίπεδα.

Η επενδυτική ζήτηση για δάνεια παραμένει ισχυρή από τις αρχές του έτους, χωρίς ορατά σημάδια επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού προς το παρόν, σύμφωνα με τα όσα έχουν αναφέρει οι διοικήσεις των τραπεζών. Ενώ υπάρχει κίνδυνος επιβράδυνσης των επενδύσεων, αυτό θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από υψηλότερα δάνεια κεφαλαίου κίνησης και τη στροφή μακριά από τα εταιρικά ομόλογα και προς τα τραπεζικά δάνεια, σύμφωνα με διοικήσεις. Πάντως, η Morgan Stanley υποβαθμίζει τις εκτιμήσεις της, προβλέποντας τώρα μέση ετήσια αύξηση 4% στο διάστημα 2021-2024 από 6% προηγουμένως.

Όπως σημειώνει, η σύγκρουση Ρωσίας – Ουκρανίας δημιουργεί αντίθετους ανέμους για την Ελλάδα μέσω:

  1. του άμεσου εμπορικού σοκ,
  2. του υψηλότερου πληθωρισμού από το κόστος ενέργειας και τροφίμων και
  3. των δευτερογενών επιπτώσεων μέσω των δεσμών της εφοδιαστικής αλυσίδας και της μετάδοσης στις οικονομίες της ΕΕ.

Τα παραπάνω μπορεί να επηρεάσουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τα εταιρικά περιθώρια κέρδους και άρα τη ζήτηση δανείων, καθώς και την ποιότητα του ενεργητικού εάν υπάρξει επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ.

Παράλληλα, εκτιμά πως το κόστος ρίσκου θα αυξηθεί περίπου κατά 5 μονάδες βάσης, και έτσι μειώνει τις προβλέψεις της για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το διάστημα 2022-2024 κατά 4%-11% σε μέσο όρο. Όπως σημειώνει, η ποιότητα του ενεργητικού θα μπορούσε να επιδεινωθεί λόγω του υψηλού πληθωρισμού, τη στιγμή που η καταναλωτική εμπιστοσύνη έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδο τον Μάρτιο από τον Νοέμβριο του 2020.

Σε ό,τι αφορά στις τιμές-στόχους, για την Alpha Bank (equalweight ) δίνει το 1,4 ευρώ από 1,6 ευρώ πριν και βλέπει περιθώριο ανόδου 26%, για την Τράπεζα Πειραιώς δίνει πλέον σύσταση underweight από equalweight πριν, με τιμή στόχο το 1,6 ευρώ από 1,7 ευρώ πριν με περιθώριο ανόδου 17% και για την Eurobank δίνει σύσταση overweight διατηρώντας την τιμή-στόχο στο 1,2 ευρώ, με περιθώριο ανόδου 8%.