Τι σημαίνει η επιθετική στροφή της ΕΚΤ για τις χώρες περιφέρειας της Ευρωζώνης, δηλαδή την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, η οποία και έχει οδηγήσει σε εκτόξευση των spreads και σε ισχυρή άνοδο στα κόστη δανεισμού τους; Αυτό εξετάζει η Morgan Stanley σε νέα της έκθεση, τονίζοντας πως το μεγάλο όπλο που έχουν αυτές οι χώρες και μπορούν συνεπώς να αντέξουν το ακριβότερο κόστος δανεισμού, είναι η ανάπτυξη.
Μετά την αλλαγή της ρητορικής της ΕΚΤ σε πιο επιθετική κατά τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου και τη διεύρυνση των κρατικών spreads, η βιωσιμότητα του χρέους στην περιφέρεια έχει επανέλθει στο επίκεντρο, όπως σημειώνει.
Η σημασία της ανάπτυξης
Μετά την ανασκόπηση των μακροοικονομικών θεμελιωδών μεγεθών, οι οικονομολόγοι της Morgan Stanley κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό που έχει σημασία για τη μείωση του χρέους στην τρέχουσα συγκυρία είναι η ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ, παρά η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, δηλαδή του κόστους δανεισμού. Αυτό που αποτελεί πραγματικά το κλειδί για την αντιστροφή της αύξησης του χρέους των κυβερνήσεων που προκάλεσε η Covid, είναι η ονομαστική ανάπτυξη (g) να υπερβαίνει το επιτόκιο του χρέους (r), ή – πιο συνοπτικά – το r<g.
Όπως αναφέρει η Morgan Stanley, δεδομένων των προσδοκιών της για σχετικά σταθερή ανάκαμψη στην περιοχή – καθώς οι οικονομολόγοι της εκτιμούν ότι η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα τρέξει με ρυθμούς της τάξης του 4,0% φέτος και στο 2,8% το επόμενο έτος σε μέσο όρο στις χώρες της περιφέρειάς της Ευρωζώνης, και της ισχυρής δυναμικής του πληθωρισμού η οποία πιθανότατα θα συνεχίσει να υπερβαίνει το επίπεδο των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους μεσοπρόθεσμα, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα μειωθεί.
Το μέσο – ή σιωπηρό – επιτόκιο του δημόσιου χρέους (r) βρίσκεται επί του παρόντος σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα σε ολόκληρη την περιφέρεια, όπως τονίζει η Morgan Stanley, δεδομένης της διαρθρωτικής πτώσης των ονομαστικών επιτοκίων σε ολόκληρο τον κόσμο και χάρη στην τεράστια κλίμακα των αγορών ομολόγων που έχει πραγματοποιήσει η ΕΚΤ μέσω των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP και QE).
Η πολιτική της ΕΚΤ
Η Morgan Stanley αναμένει ότι το r, οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους δηλαδή, θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα, παρά την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων, καθώς οι κυβερνήσεις στην Ευρωζώνη και ειδικά στην περιφέρεια έχουν επεκτείνει σταδιακά τη μέση σταθμισμένη διάρκεια (WAM) του αποθέματος χρέους τους, μειώνοντας έτσι ουσιαστικά την ευαισθησία του στη μεταβλητότητα των αποδόσεων.
Επιπλέον, παρόλο που η ΕΚΤ αναμένεται να τερματίσει τις αγορές περιουσιακών στοιχείων από τον Σεπτέμβριο, αναμένεται επίσης να μετακυλήσει τις θέσεις που έχει σε κρατικά ομόλογα που λήγουν, αγοράζοντα νέα, μέσω του προγράμματος επανεπενδύσεων, και έτσι δεν θα προβεί σε πωλήσεις των τίτλων που κατέχει και δε θα μειώσει τον ισολογισμό της τουλάχιστον μέχρι το 2025. Αυτός είναι ένας περαιτέρω ελαφρυντικός παράγοντας για την περιφέρειας, όπως τονίζει.
Σημειώνεται πως η ΕΚΤ έχει κάνει ειδική αναφορά στην Ελλάδα, τονίζοντας πως η ευελιξία των επανεπενδύσεων και η εστίαση τους μπορεί να «γείρουν» περισσότερο προς τα ελληνικά ομόλογα.
Ανάλογο ήταν και το συμπέρασμα της Goldman Sachs η οποία σε πρόσφατη έκθεσή της, μετά και το ισχυρό sell-off των ομολόγων, επισήμανε πως δεν ανησυχεί για τον αντίκτυπο που θα έχει η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων της ευρωζώνης στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών σε χώρες με υψηλό χρέος, λέγοντας ότι το υψηλότερο κόστος δανεισμού θα αντισταθμιστεί από την ανάπτυξη της οικονομίας. Επίσης, μετά το α’ τρίμηνο, η Goldman Sachs συνεχίζει να αναμένει ισχυρή ανάπτυξη στην Ευρώπη, η οποία πιστεύει ότι θα περιορίσει τελικά τα spread κοντά στα τρέχοντα επίπεδα καθώς πλησιάζουμε την άνοδο των επιτοκίων.