Quantcast

Λογιστές – μεσίτες: Φυλάκιση 2 ετών και πρόστιμο 1 εκατ. ευρώ για ξέπλυμα

Πώς προέκυψε η νέα απόφαση

Με ποινές φυλάκισης δύο ετών και πρόστιμο έως και 1 εκατ. ευρώ απειλούνται μεσίτες, λογιστές, συμβολαιογράφοι, και έμποροι έργων τέχνης.

 

 

Οι παραπάνω τσουχτερές ποινές επιβάλλονται στην περίπτωση που εμπλακούν σε «περίεργες συναλλαγές» και δεν ενημερώσουν την Αρχή για την καταπολέμηση του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος.

Πώς προέκυψε η νέα απόφαση

Σύμφωνα με νεότερη απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ τα υπόχρεα πρόσωπα τα οποία , όπως αυτά περιγράφονται στον νόμο για την αποφυγή νομιμοποίησης «μαύρου» χρήματος μπορούν να γλιτώσουν τα υπέρογκα πρόστιμα εφόσον σε διάστημα έξι μηνών προχωρήσουν σε διορθωτικά μέτρα μετά την ενημέρωση τους από τη φορολογική διοίκηση. Εφόσον λοιπόν, διορθώσουν ή αποκαλύψουν στοιχεία του ελεγχόμενου στο διάστημα των έξι μηνών τα πρόστιμα αίρονται.

Συγκεκριμένα, στην απόφαση τονίζεται ότι τα υπόχρεα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους από τις διατάξεις του Ν.4557/2018, επιβάλλεται με απόφαση των αρμόδιων εποπτικών αρχών, σωρευτικά ή διαζευκτικά, είτε η λήψη συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων, προκειμένου να συμμορφωθούν με αυτές, εντός τακτού χρονικού διαστήματος που ορίζεται με την παρούσα σε περίοδο έξι μηνών από την παραλαβή της Απόφασης λήψης διορθωτικών μέτρων, για τα εποπτευόμενα από την ΑΑΔΕ υπόχρεα πρόσωπα, είτε μία σειρά από κυρώσεις. Οι κυρώσεις αφορούν σε ε ποινές φυλάκισης δύο ετών και πρόστιμο έως και 1 εκατ. ευρώ.

Τα υπόχρεα πρόσωπα όπως αυτά ορίζονται από το νόμο είναι

  • Εξωτερικοί λογιστές – φοροτεχνικοί και νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών – φοροτεχνικών υπηρεσιών, καθώς και ιδιώτες ελεγκτές.
  • Μεσίτες ακινήτων, για συναλλαγές των οποίων η αξία ανέρχεται σε τουλάχιστον 10.000 ευρώ, ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό αφορά αγορά, πώληση ή μηνιαίο μίσθωμα εκμίσθωσης ακινήτου.
  • Έμποροι και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η αξία της συναλλαγής ανέρχεται σε τουλάχιστον 10.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το εάν αυτή διενεργείται με μία μόνο πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.

Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται:

  1. Οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παράγωγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών.
  2. Οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, καθώς και οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων.
  3. Πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου που πραγματοποιείται σε αίθουσες έργων τέχνης και οίκους δημοπρασιών.
  4. Οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά.
  5. Οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά.

Οι υποχρεώσεις τους

  • Εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια της συναλλαγής, βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή.
  • Εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια της συναλλαγής, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση αυτών, ώστε να διασφαλίζεται ότι το υπόχρεο πρόσωπο γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο.
  • Αξιολόγηση και ανάλογα με την περίπτωση τη συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης.
  • Άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων.