«Τα στοιχεία του Προσχεδίου δείχνουν μια σαφώς βελτιωμένη δημοσιονομική εικόνα για το τρέχον έτος σε σχέση με το προηγούμενο, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί και για το 2023» ανέφερε ο επικεφαλής του Γραφείου Παρακολούθησης του Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης συμμετέχοντας στην συζήτηση του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2023 στην Επιτροπή Οικονομικών.
Ο κ. Κουτεντάκης εστίασε στην παρουσίαση των κύριων δαπανών που επέφεραν τη φετινή βελτίωση και αναμένεται να συνεχιστεί και του χρόνου. Αυτοί σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης ήταν:
– Από την πλευρά των εσόδων. Η φορολογία. Οι καθαροί φόροι (μετά την αφαίρεση των επιστροφών) εκτιμάται ότι εφέτος θα αυξηθούν κατά περίπου 5,5 δισ. ευρώ. Κάτι που οφείλεται στην αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, το οποίο αποτελεί έναν συνδυασμό αυξημένης πραγματικής μεγέθυνσης και αυξημένων τιμών. Εκτίμησε ότι αναμένεται να συνεχιστεί η ίδια αύξηση των φόρων και το 2023 κατά περίπου 1,5 δισ. ευρώ.
– Από την πλευρά δαπανών. Η βελτίωση οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των μεταβιβάσεων του κρατικού Προϋπολογισμού σε φορείς εκτός της Γενικής Κυβέρνησης κατά 3,9 δισ. ευρώ, απόρροια του περιορισμού εφέτος σε σχέση με πέρυσι των έκτακτων μέτρων για την πανδημία. Για το 2023, είπε, παρατηρείται μείωση δαπανών που δεν είναι σε αυτή την κατηγορία αλλά στην κατηγορία αγορών υπηρεσιών και περιουσιακών στοιχείων από το κράτος και προέρχεται από τις φυσικές παραλαβές Αμυντικού Εξοπλισμού, όπου φέτος ήταν περισσότερες από ό,τι αναμένονταν, κάτι που μειώνει ισόποσα τις φυσικές παραλαβές του επόμενου έτους. Άρα και εκεί προκύπτει μια βελτίωση της τάξης των 2,25 δισ. ευρώ
Ο κ. Κουτεντάκης, επισήμανε την προσοχή και σε δύο υποτομείς εκτός του κράτους αλλά εντός της Γενικής Κυβέρνησης και ειδικότερα στα Νομικά Πρόσωπα και στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ειδικότερα, στα Νομικά Πρόσωπα, είπε, παρουσιάζεται μια πολύ μεγάλη αύξηση σε έσοδα και σε δαπάνες και για το τρέχον έτος και για το 2023. Αυτή η μεγάλη αύξηση, παρατήρησε ο κ. Κουτεντάκης, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης που χρηματοδοτείται από τα έσοδα των ρύπων και από το πλαφόν στην χονδρική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος που ισχύει από τον Ιούλιο και οι δαπάνες του πηγαίνουν στην επιδότηση της λιανικής τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Η συνολική επίπτωση των Νομικών Προσώπων και κυρίως του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης ήταν αρνητική το 2022, αλλά αναμένεται να γίνει θετική το 2023.
Για τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, σημείωσε ότι εφέτος κατέγραψαν μια σημαντική αύξηση των εσόδων τους από ασφαλιστικές εισφορές κατά περίπου 1 δισ. ευρώ, που οφείλεται αφενός στην αύξηση της απασχόλησης και αφετέρου στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Αυτές οι αυξήσεις, είπε ο κ. Κουτεντάκης, δεν αναμένεται να συνεχιστούν στον ίδιο βαθμό και το 2023, αντίθετα αναμένεται να είναι σταθερά τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές. Ωστόσο, οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης εμφανίζουν αυξημένες δαπάνες που καθιστούν τη συνολική τους δημοσιονομική επίπτωση αρνητική και στο τρέχον και το επόμενο έτος. Δηλαδή οι δαπάνες τους είναι μεγαλύτερες από τα έσοδά τους.
Χαρακτηριστικά, σημείωσε ο κ. Κουτεντάκης, σε αυτό τον υποτομέα το 2021 οι κοινωνικές παροχές αυξήθηκαν κατά 1,23 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 700 εκατ. ευρώ ήταν αύξηση συντάξεων. Το 2023, οι κοινωνικές παροχές συνολικά θα αυξηθούν κατά 456 εκατ. ευρώ ενώ οι συντάξεις, που είναι μέρος των κοινωνικών παροχών θα αυξηθούν κατά 1,2 δισ. ευρώ. Εδώ, η αύξηση των συντάξεων υπερβαίνει το σύνολο της αύξησης των κοινωνικών παροχών, που εξηγείται από το γεγονός ότι ένα μέρος των εισοδηματικών ενισχύσεων που δόθηκαν το 2022 για το ενεργειακό κόστος έγινε μέσω των Ταμείων Κοινωνικής Ασφάλισης και δεν αναμένεται αυτό το ποσό να δοθεί και του χρόνου. Και από εκεί προκύπτει αυτή η βελτίωση.
Με αυτά τα δεδομένα, είπε ο επικεφαλής του Γραφείου Παρακολούθησης του Προϋπολογισμού της Βουλής, «η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων εφέτος είναι σχετικά ασφαλείς και εκεί που υπάρχουν αβεβαιότητες είναι στον δημοσιονομικό στόχο του επόμενου έτους» Αυτό, εξήγησε ο κ. Κουτεντάκης, «δεν είναι όμως κάτι πρωτότυπο αλλά κάτι που αναγνωρίζεται διεθνώς και το αναφέρει ρητά και το ίδιο το Προσχέδιο στην εισαγωγή του».
Σχετικά με τις αβεβαιότητες, ανέφερε ότι δύο είναι οι σημαντικότερες. Η μία αφορά τις μακροοικονομικής προβλέψεις- και ο κίνδυνος αυτός αφορά την επίτευξη των εσόδων, καθώς η πρόβλεψη για 2,1% πραγματική μεγέθυνση διακρίνεται σε 1,3% στην ιδιωτική κατανάλωση, 16% σε επενδύσεις και 1,8% στις εξαγωγές. Κάθε μια από αυτές τις συνιστώσες έχει στοιχεία που μπορεί να την υπονομεύσουν. Η δεύτερη αβεβαιότητα αφορά τις τιμές ενέργειας που μπορεί να επηρεάσουν τις δαπάνες του Προϋπολογισμού. Εάν υπάρξουν κάποιοι από αυτούς τους κινδύνου θα ανατραπούν προφανώς και οι δημοσιονομικές προβλέψεις και ενδέχεται να διακινδυνεύσει και ο δημοσιονομικός στόχος, σημείωσε ο κ. Κουτεντάκης. Και θα απαιτηθούν αντισταθμιστικά μέτρα για να επιτευχθεί ο στόχος που σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να μην επιτευχθεί, προσέθεσε.
Σχετικά με τον υψηλό πληθωρισμό, επισήμανε πως είναι γεγονός ότι λειτουργεί ευνοϊκά για τα δημόσια οικονομικά, για το δημόσιο χρέος και για τα δημόσια έσοδα. Το πρόβλημα, όμως, -ανέφερε- δεν είναι ο πληθωρισμός για τα δημόσια έσοδα αλλά η αντίδραση στον πληθωρισμό από τις Κεντρικές Τράπεζες, με τα αυξημένα επιτόκια, που μπορεί να αυξήσει σημαντικά το κόστος του ελληνικού δανεισμού και να δυσχεράνει την υλοποίηση μιας στρατηγικής που η χώρα μας ακολουθεί εδώ και κάποια χρόνια με τη συνεχή εκδοτική της παρουσία στις αγορές.
Ο κ. Κουτεντάκης, τόνισε πως «οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες που υπάρχουν καθιστούν τη διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας ιδιαίτερα κρίσιμη προκειμένου να αποφύγει τις χειρότερες συνέπειες των διαταραχών. Θα έλεγα ότι είναι προτιμότερη μια σταδιακή και σχεδιασμένη δημοσιονομική βελτίωση και προσαρμογή παρά μια απότομη προσαρμογή σε περίπτωση που δυσκολευτεί ο διεθνής δανεισμός».
Η συζήτηση στην Επιτροπή συνεχίζεται με τις τοποθετήσεις των εισηγητών των κομμάτων