Quantcast

Κομισιόν: Δίνει ελπίδα για παροχές η αναθεώρηση της ανάπτυξης του 2021

Πότε θα μειωθεί ο πληθωρισμός, τι φέρνει η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και το άγχος των κρατικών εσόδων

Ένα θετικό νέο και ένα καμπανάκι «έκρυβε» η έκθεση της Κομισιόν η οποία πιστή στο ραντεβού της ανακοίνωσε χθες τις χειμερινές προβλέψεις της για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Καταρχάς αναθεωρεί προς τα πάνω τις εκτιμήσεις για το ελληνικό ΑΕΠ για τον περασμένο χρόνο στο 8,5% και έτσι δίνει σημαντικό «αέρα» σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις, αλλά και με εκείνες του υπουργείου Οικονομικών. Η ανάπτυξη του 2021 υπολογίζεται υψηλότερη στο 8,5%- αντί 7,1% στη φθινοπωρινή έκθεση- και για το 2022 η πρόβλεψη είναι ελαφρώς χαμηλότερη στο 4,9% -αντί 5,2%.

‘Ομως στο μέτωπο του πληθωρισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμούσε το φθινόπωρο πως το 2022 θα φτάσει μόλις στο 1%, ενώ τώρα “βλέπει” ότι θα είναι υπερτριπλάσιος στο 3,1%. Το ποσοστό αυτό είναι οιωνός πως τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις θα πιεστούν από τις ανατιμήσεις και το οικονομικο επιτελείο θα κληθεί να καλύψει μέρους του κόστους.

Πόσα δις δίνει «αέρα» η αναθεώρηση της ανάπτυξης το 2021
Οι νέες αυτές προβλεψεις καθιστούν ακόμα πιο κομβικό τον μήνα Μάρτιο. Τότε θα ανακοινωθούν τα τελικά στοιχεία για το ΑΕΠ το 2021. Αν επιβεβαιωθούν οι εν λόγω εκτιμήσεις κοντά στο 8,5% αυτό σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έτρεξε πέρσι με ταχύτητα άνω των εκτιμήσεων του υπουργείου οι οποίες είναι κοντά στο 7%. Αυτό μεταφράζεται σε ένα επιπλέον χώρο που δίνεται από την ισχυρότερη ανάπτυξη του περσινού έτους, καθότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2022 στηρίχθηκε στην πρόβλεψη ανάπτυξης το 2021 για 6,9% και ονομαστικό ΑΕΠ περίπου 178 δις. Αρα δίνει πάνω από 2 δισ πιο υψηλό ονομαστικό ΑΕΠ από τις προβλέψεις.

Όμως για το 2022 τα πράγματα είναι διαφορετικά -και ειδικά στο μέτωπο του πληθωρισμού το τοπίο προμηνύεται πιο δύσκολο. Το υπουργείο Οικονομικών από 1% αύξηση πλέον βλέπει άνοδο στο 1,5-2% και η Κομισιόν 3,1%.

Στα καλά νέα είναι ότι η ανάκαμψη παραμένει ισχυρή και εφετος κοντά στο 5%, όμως οι προκλήσεις που απλώνονται στο ορίζοντα των επόμενων μηνών είναι πολλαπλές.

Δηλαδή, οι παραγοντες που στήριξαν το ΑΕΠ το 2021 ειναι οι ίδιοι παράγοντες που θα οδηγήσουν και στην αύξηση του ΑΕΠ και το 2022. Αυτοί είναι η κατανάλωση και ο τουρισμός. Σε αυτό εφέτος έρχονται να προστεθούν οι επενδύσεις, οι οποίες θα τροφοδοτηθούν κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης. Επομένως αποτελεί στοίχημα να πετύχουν οι στόχοι πρώτον, για τις επενδύσεις ύψους 11 δις ευρώ, που προβλέπει ο προϋπολογισμός, δεύτερον, ο παράγοντας «πανδημία» να υποχωρήσει όντως όπως εκτιμάται (για να ανακάμψει εφέτος ο τουρισμός σε προ Covid επίπεδα) και τρίτον ο πληθωρισμός να μην πλήξει την κατανάλωση.

Πόσο τρομάζει η αύξηση των ελληνικών ομολόγων
Σε όλο αυτό το κλίμα έρχεται να προστεθούν οι αναταράξεις στις αγορές των ευρωπαϊκών

ομολόγων, λόγω του πληθωρισμού, που κατά κύριο λόγο αυξάνει το κόστος δανεισμού σε ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας( η απόδοση στο ελληνικό δεκαετες ομόλογο έχει αυξηθεί στο 2,5% από περίπου 0,8% τον Σεπτέμβριο). Τα μέχρι τώρα επίπεδα θεωρούνται εντός των προβλέψεων, δεδομένου των συγκυριών και ενόψει των αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ τον φθινόπωρο. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει σχεδιάσει να δανειστεί συνολικά το 2022 από τις αγορές ( στηριζόμενη και από την κάλυψη που προσφέρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω του προγράμματος αγοράς ομολόγων) περί τα 12 δις ευρώ. Με την προηγούμενη έκδοση τον Ιανουάριο άντλησε 3 δις ευρώ.

Η τρέχουσα αύξηση των αποδόσεων όμως έχει οδηγήσει την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικων να είναι πολύ προσεκτική στη δημοσιονομική πολιτική και την ίδια ώρα παγώνει τα σχέδια για μία νέα κίνηση εξόδου στις αγορές. Το ταμειακό μαξιλάρι είναι παρά ταύτα σε ικανοποιητικά επίπεδα κοντά στα 37-38 δισ. ευρώ τα οποία θα μειωθούν προσεχώς, καθως προβλέπεται εντός του επόμενων μηνών να αποπληρωθούν δάνεια σε ΔΝΤ και διακρατικά από το 1ο Μνημόνιο περί τα 7 δισ. Ευρώ.

Πότε θα μειωθεί ο πληθωρισμός και τα νέα μέτρα
Η Κομισιόν δίνει μια αχτίδα «φωτός» σχετικά με τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων για να δούμε το ποτήρι κάπου… στη μέση. Ναι μεν τονίζει ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και των καυσίμων αναμένεται να ανέλθουν στο υψηλότερο επίπεδο κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου αλλά θα χαλαρώσουν αργότερα μέσα στο έτος. Σημειώνει δε ότι το υψηλό ενεργειακό κόστος αναμένεται να περάσει στη λιανική αγορά κάνοντας πιο ακριβό το καλάθι των νοικοκυριών.

Το μήνυμα της κυβερνησης είναι ότι θα στηρίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις στο κύμα ακρίβειας και οι οποίες παρεμβάσεις θα εστιάσουν στα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Όλα αυτά, όπως αναφέρουν στελέχη, έχουν κεντρικό άξονα τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας. Εξ ου και το μηνυμα της κυβέρνησης προς τις ταραγμένες – σε ευρωπαϊκό επίπεδο- αγορές ομολόγων και τους Θεσμούς είναι πως η χώρα συνεχίζει στο μονοπάτι της δημοσιονομικής επιστροφής στην κανονικότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο εστιάζει σε μέτρα που δεν έχουν μεγάλο δημοσιονομικό αντίκτυπο όπως είναι οι επιδοτήσεις σε ρεύμα και φυσικό αέριο, καθοτι οι πόροι αυτοί προκύπτουν από το Ταμείο Μετάβασης. Έχουν φύγει από το τραπέζι, προς το παρόν, οι μειώσεις σε φορους στα τρόφιμα που μπορεί να κοστίσουν περι τα 500-700 εκατ ευρώ αναλογως την διαρκεια. Υπολογίζεται ότι ένας ενδεχόμενος μηδενισμός της επιστρεπτέας προκαταβολής κοστίζει 3 δισ. Ευρώ, ενώ ένα νέο κούρεμα στο επιστρεπτέο κομμάτι κοστίζει 1 δισ. Μία υποθετική έκτακτη μείωση του ΦΠΑ σε κάποια τρόφιμα μπορεί να κοστίσει κοντά στα 500-700 εκατ..Τέλος το μέτρο που συγκεντρώνει τις λιγότερες πιθανότητες είναι η μείωση του έμμεσου φόρου στα καύσιμα αφού αποφέρουν περίπου 6 δισ. ευρώ τον χρόνο.

Και στην κοινωνία και στην δημοσιονομική κανονικότατα
Οι οποίοι επιπλέον πόροι, όπως τονίζεται από το οικονομικό επιτελείο, μπορεί να δημιουργηθούν θα επιστρέψει πάντως στην κοινωνία. Προς το παρόν η βεντάλια των όποιων παρεμβάσεων μένει κλειστή προκειμένου πρώτα να υπάρξει σαφής εικόνα από την πορεία της οικονομίας και των εσόδων. Σημειώνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει ως βασικό σκοπό την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην επενδυτική βαθμίδα εως τις αρχές του 2023 και αυτό προϋποθέτει την βελτίωση της δημοσιονικης εικόνας. Ο προϋπολογισμός θέτει ως στόχο τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος στο περίπου 1,5% εφετος από περίπου 6,5% πέρσι.

Να σημειωθεί πως τα προσωρινά στοιχεία που θα ανακοινωθούν την ερχόμενη εβδομάδα, για τα έσοδα του Ιανουαρίου, αναμένεται να δείξουν, σύμφωνα με τις πληροφορίες, την υστέρηση των εσόδων έναντι των στόχων, κυρίως λόγω των επιπτώσεων της μετάλλαξης «Ομικρον» και την κακοκαιρία «Ελπίς» που επληξαν την οικονομική δραστηριότητα. Τα βλέμματα τώρα είναι στον Φεβρουάριο όπου και προσδοκάται να υπάρξει καλύτερη εικόνα, καθώς αναμένονται εισπράξει για τα τέλη κυκλοφορίας του 2022, η πρώτη δόση της ρύθμισης των 36 – 72 δόσεων για τα χρέη της πανδημίας και ο φόρος εισοδήματος για τα αναδρομικά το 2020.

Στην όλη παραπάνω εικόνα λαμβάνεται υπόψιν η προαναφερθείσα ανοδική τάση των τιμών και η διεθνής συγκυρία με τις αυξήσεις των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα. Και αυτο διότι όσο οι κεντρικές τράπεζες δρομολογούν αυξήσεις επιτοκίων και έτσι οι επενδυτές στρέφουν εκ νέου το βλέμμα τους στα ποσοστά χρέους των κρατών. Αυτό απαιτεί μία ιδιαίτερη προσοχή για τις χώρες της νότιας Ευρώπης, καθότι οι αποδόσεις σε Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία αυξάνονται με πιο γρήγορο ρυθμό από εκείνες του Βορρά.

Σχολιάζοντας τις προβλέψεις της Κομισιόν ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος δήλωσε μεταξύ άλλων ότι επιβεβαιώνουν την εξαιρετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και τις ευοίωνες προοπτικές της και ότι η χώρα επιτυγχάνει μία ισχυρότερη ανάκαμψη “τύπου V” το 2021- τη δεύτερη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη- καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο των απωλειών του 2020. Αυτή η ανάκαμψη ακολουθείται από υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, τόσο για το 2022 όσο και για το 2023, η δεύτερη υψηλότερη- σωρευτικά- την τριετία. Επιπρόσθετα, τονίζει ότι η Ελλάδα εμφάνισε τον χαμηλότερο μέσο ρυθμό πληθωρισμού στην ευρωζώνη το 2021. Ενισχύεται σημαντικά το 2022, αλλά παραμένει χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο μέχρι και το 2023. Υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει την υλοποίηση μίας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, την εφαρμογή μίας διορατικής εκδοτικής στρατηγικής και την προώθηση μεταρρυθμίσεων.

Πηγή: ΟΤ