Quantcast

Κατώτατος μισθός: Τι ζητούν οι εργοδότες ως αντιστάθμισμα για την αύξηση

Συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις θέλουν τα συνδικάτα, ενώ οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ζητούν μέτρα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, του ΦΠΑ και του ενεργειακού κόστους

Μία μέρα μετά τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού για την αύξηση του κατώτατου μισθού, ο οποίος θα διαμορφωθεί από την 1η Μαΐου στα 713 ευρώ μεικτά από 663 ευρώ που είναι σήμερα, οι αντιδράσεις των άμεσα ενδιαφερομένων, εργαζομένων και εργοδοτών ποικίλουν.

Οι αντοχές της οικονομίας και οι αντοχές των εργαζομένων

Αν και η γενική εντύπωση είναι πως πρόκειται για θετική μεν κίνηση, ωστόσο εγείρονται αμφιβολίες και σοβαρές ενστάσεις κατά πόσο είναι αρκετή η αύξηση να αντιμετωπίσει την άνοδο του πληθωρισμού και φυσικά τίθεται μετ’ επιτάσεως το ζήτημα της έλλειψης ουσιαστικά συλλογικών συμβάσεων που καθιστά την αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς αντίκρισμα για εκατομμύρια μισθωτούς ο μισθός των οποίων δεν εξαρτάται από το ύψος του κατώτατου.

Όπως είναι φυσικό οι φορείς των εργαζομένων έχουν αρνητικές αντιδράσεις καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να ανήκει στις χώρες οι οποίες έχουν χαμηλότερο κατώτατο μισθό σε σχέση με τον κατώτατο μισθό πριν από τα μνημόνια (751 ευρώ προέβλεπε η τελευταία ΕΓΣΣΕ το 2009), ενώ οι φορείς των εργοδοτών και κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων βλέπουν σαφώς με θετικό μάτι το ύψος αυτό της αύξησης που ανακοινώθηκε ζητώντας «ανάσες» και μέτρα στήριξης από άλλα κόστη λόγω της ακρίβειας.

Το επιχείρημα της κυβέρνησης στους επικριτές της μικρής αυτής αύξησης είναι πως η αύξηση αυτή είναι στα όρια αντοχής της οικονομίας και πως συνολικά το 2022 αυξήθηκε κατά 9,7% σε σχέση με το 2021.

Γεγονός πάντως είναι ότι κατ’ ουσίαν η αύξηση αυτή αφορά 650.000 εργαζόμενους που αμοίβονται με τον κατώτατο μισθό και είναι σαφώς ελάχιστοι σε σχέση με το σύνολο της μισθωτής απασχόλησης όσοι ακόμα θα δουν αύξηση στις απολαβές τους οι οποίες εξαρτώνται από τον κατώτατο μισθό.

Υπολείπεται από τα 751 και τα 825

Σε κάθε περίπτωση είναι επίσης σαφές ότι η αύξηση που ανακοινώθηκε είναι πίσω από τα αιτήματα, είτε της ΓΣΕΕ για 751 ευρώ κατώτατο μισθό, είτε του ΠΑΜΕ για 825 ευρώ.

«Πολύ λίγο, πολύ αργά» ήταν το χαρακτηριστικό σχόλιο του προέδρου της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) Γιάννης Παναγόπουλος, ο οποίος πρόσθεσε ότι η αύξηση αυτή είναι «μακριά από τις προεκλογικές δεσμεύσεις, τις προσδοκίες και τις ανάγκες του πλέον φτωχού, επισφαλούς και ανασφαλούς τμήματος των μισθωτών της χώρας. Παρακαταθήκες μας τα αποτελέσματα των πιέσεων. Οι αγώνες όμως των συνδικάτων συνεχίζονται».

Ανάγκη για αυξήσεις μισθών μεγαλύτερες του πληθωρισμού

Πολύ πιο αιχμηρό το ΠΑΜΕ κάνει λόγο για «αυξήσεις 1,66 ευρώ την ημέρα που αποτελούν πρόκληση για κάθε εργατική – λαϊκή οικογένεια που αναστενάζει καθημερινά» ενώ υπογραμμίζει ότι η αύξηση αυτή όχι μόνο υπολείπεται του μισθού πριν από 13 χρόνια αλλά λεηλατείται ήδη από το ρυθμό αύξησης του πληθωρισμού.

Στην κατεύθυνση αυτή τονίζει «πρέπει να σταματήσει το αίσχος της νομοθετικής ρύθμισης του κατώτερου μισθού από την κυβέρνηση» και ζητάει επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων συμπληρώνοντας ότι «είναι ζήτημα ανάγκης και πραγματικής ουσίας για τους εργαζόμενους και για κάθε συνδικαλιστική οργάνωση να αυξηθεί η πίεση προς την κυβέρνηση και τους επιχειρηματικούς ομίλους για υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΣΕ) στα 825€, για  την υπογραφή κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων με ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς, με αυξήσεις που να είναι μεγαλύτερες από το κύμα των ανατιμήσεων σε είδη πρώτης ανάγκης, στο ρεύμα, συνολικά στην ενέργεια, στα καυσίμων, στα εισιτήρια κ.λπ.».

ΓΣΕΒΕΕ: Θα ενισχύσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών

Για «θετική κίνηση» που «θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά και θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη» μιλάει ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς, επισημαίνοντας ωστόσο την ανάγκη να υπάρξουν μέτρα ανακούφισης των επιχειρήσεων που «επωμίζονται ένα επιπλέον κόστος».

Πάντως προσθέτει ότι «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε μία δύσκολη για τις επιχειρήσεις, αυτές επωμίζονται ένα επιπλέον κόστος, την ίδια ώρα που η απόφαση αύξησης του κατώτατου μισθού είναι δημοσιονομικά ουδέτερη».

Αυτό που περιμένει η ΓΣΕΒΕΕ είναι παρέμβαση της κυβέρνηση με μέτρα στήριξης «για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και τη περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ώστε η αγορά να μπορέσει να ανταπεξέλθει και τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να ωφελήσει τόσο τα νοικοκυριά, όσο και τις επιχειρήσεις».

Σε διαφορετική περίπτωση, προειδοποίησε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, «είναι ορατός ο κίνδυνος εκτίναξης της αδήλωτης εργασίας ή/ και μετακύλισης του κόστους στον καταναλωτή ως ύστατες πράξεις επιβίωσης των επιχειρήσεων».

ΕΣΕΕ: Αποφάσεις για μεγαλύτερη μείωση του μη μισθολογικού κόστους

«Το ελληνικό εμπόριο είναι έτοιμο για ακόμη μία φορά να στηρίξει το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός από την 1η Μαΐου, παρά την άμεση και σημαντική επιβάρυνση στο μισθολογικό κόστος των εμπορικών επιχειρήσεων» δήλωσε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΣΕ), Γιώργος Καρανίκας.

Όπως σημείωσε, βάσιμη προσδοκία του εμπορικού κόσμου είναι, ότι μέσω της αύξησης στον κατώτατο μισθό, θα διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των πιο ευάλωτων καταναλωτών με θετικές επιπτώσεις στον τζίρο των επιχειρήσεων. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για ακόμα μεγαλύτερη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, με στόχο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, καθώς και τη μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων. Τόνισε ακόμη πως χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που υποχρεούνται στο εξής να τις καταβάλουν αισθητά αυξημένες – μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές – είναι και αυτές ευάλωτες, με όρους οικονομικούς και κοινωνικούς.

«Ευχόμαστε ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που ο κατώτατος μισθός προσδιορίζεται με κυβερνητική απόφαση, καθώς είναι αναγκαίο η αποφασιστική αρμοδιότητα να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους, μέσα από τη διαβούλευση για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Εν κατακλείδι, η ομπρέλα προστασίας που ανοίγει η ελληνική Πολιτεία πρέπει να είναι κοινή, για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές» υπογράμμισε ο κ. Καρανίκας.

Διαβάστε επίσης Ο πληθωρισμός «βγάζει γλώσσα» στις θεωρίες για αυτόν

ΚΕΕΕ: Περιμένουμε λύση για ενεργειακό – ΦΠΑ

Τη συμφωνία του με την αύξηση του κατώτατου μισθού, εκφράζει ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μασούτης, τονίζοντας ότι θα ενισχύσει την πραγματική οικονομία και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και υπενθυμίζει πως σχετικό αίτημα είχε καταθέσει η ΚΕΕ προς την κυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα.

Επισημαίνοντας παράλληλα ότι η προσαρμογή της αύξησης στις τριετίες θα ενισχύσει τα νοικοκυριά, ο κ. Μασούτης πρόσθεσε ακόμη πως αν και οι επιχειρήσεις επωμίζονται επιπλέον κόστος, η επόμενη μέρα θα τις βρει περισσότερο ανταγωνιστικές, καθώς η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών θα έχει ως αποτέλεσμα την τόνωση της αγοράς.

Υπογράμμισε πάντως πως η επιχειρηματική κοινότητα αναμένει τα μέτρα στήριξης για μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ στα τρόφιμα – μέτρα τα οποία η κυβέρνηση κρατά στη φαρέτρα της. «H σχετική παρέμβαση θα έχει αντίκτυπο στις τελικές τιμές των προϊόντων, προς όφελος της αγοράς και της ιδιωτικής οικονομίας, ενώ ταυτόχρονα θα ανακουφιστούν τα νοικοκυριά. Αντιστάθμισμα στο δημοσιονομικό κόστος θα αποτελέσει η αναπτυξιακή πορεία των επιχειρήσεων. Επίσης, οι επιχειρηματίες αναμένουν – εάν υπάρξει δημοσιονομικός χώρος – να μειωθούν περαιτέρω οι εργοδοτικές εισφορές, όπως έχει αναφέρει ο πρωθυπουργός. Η κίνηση αυτή θα ωφελήσει επιχειρήσεις και εργαζόμενους» τόνισε.

ΒΕΑ: Αμφιβολίες αν η αύξηση του μισθού θα επιστρέψει στην κατανάλωση – Αναγκαία η στήριξη των ΜμΕ

Θετική εξέλιξη χαρακτήρισε την αύξηση και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας σημειώνοντας εκφράζοντας ωστόσο αμφιβολίες για το κατά πόσο «η αύξηση του εισοδήματος όσων αμείβονται με τα κατώτατα όρια, σε αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία, με την εκτόξευση του κόστους ενέργειας και των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, θα ενισχύσει την αγοραστική τους δύναμη και θα επιστρέψει στην κατανάλωση».

«Απεναντίας, η μηνιαία ενίσχυση των 50 ευρώ το μήνα, θα χαθεί στην αποπληρωμή του τιμολογίου του ρεύματος, στο κόστος μετακίνησης, αλλά και στην αγορά βασικών ειδών διατροφής» σημείωσε το Επιμελητήριο.

Παράλληλα, πρόσθεσε, «οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, θα επιβαρυνθούν με επιπλέον μισθολογικό κόστος: Ο κάθε εργοδότης θα κληθεί να καταβάλει 63 ευρώ επιπλέον, για κάθε εργαζόμενο το μήνα, με αποτέλεσμα έως το τέλος του 2022, να επιβαρυνθεί με 504 ευρώ, ενώ εάν συνυπολογιστεί και η αύξηση από την 1η Ιανουαρίου, η επιβάρυνση φτάνει τα 556 ευρώ έως το τέλος της χρονιάς, σε σχέση με το 2021 (χωρίς να συνυπολογιστούν οι επιπλέον αμοιβές για τον 13ο και 14ο μισθό). Μια μικρομεσαία επιχείρηση με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό για το 2022, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 2.780 ευρώ».

Σύμφωνα με το ΒΕΑ, «χιλιάδες ευάλωτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις υποχρεούνται στο εξής, να καταβάλουν αισθητά αυξημένες αποδοχές στους εργαζομένους τους – μαζί με τις αναλογικά υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές».

«Η εκτόξευση του λειτουργικού κόστους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, θα είναι δυσβάστακτη για χιλιάδες επιχειρηματίες, εάν η κυβέρνηση δεν συνεχίσει την επιδότηση του ενεργειακού κόστους και δεν προχωρήσει σε νέες παρεμβάσεις για τη μείωσή του, με στόχο την διατήρηση τουλάχιστον των υπαρχουσών θέσεων εργασίας, με την ταυτόχρονη διατήρηση συμβάσεων πλήρους απασχόλησης και όχι την μετατροπή τους σε ευέλικτες μορφές» τόνισε.

Διαβάστε επίσης Τσίπρας: Η κοινωνία χρειάζεται μέτρα Ανάστασης όχι σταύρωσης – Να αυξηθεί στα 800 ευρώ ο κατώτατος μισθός

Χατζηθεοδοσίου: «Ανάσα» στην αγορά, επιπλέον βάρη για τις επιχειρήσεις

Κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση που ενισχύει το εισόδημα των χαμηλόμισθων και ταυτόχρονα μπορεί να δώσει «ανάσα» στην αγορά, χαρακτήρισε ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, την αύξηση του κατώτατου μισθού. Υπογράμμισε ωστόσο ότι οποιαδήποτε αυξητική μεταβολή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυάζεται με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους καθώς η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δίνει αγώνα επιβίωσης λόγω του αυξημένου κόστους λειτουργίας της.

«Η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ το μήνα είναι μία κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση καθώς ενισχύει το εισόδημα των χαμηλόμισθων και ταυτόχρονα μπορεί να δώσει «ανάσα» στην αγορά. Ειδικά το τελευταίο διάστημα που οι τζίροι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν μειωθεί κατά πολύ εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και των συνεχών ανατιμήσεων, είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει δυνατότητα κατανάλωσης από τους πολίτες» σημείωσε.

«Αυτή είναι όμως η μία πλευρά του νομίσματος, καθώς υπάρχει και μία δεύτερη που αφορά στα επιπλέον βάρη που επωμίζονται οι επιχειρήσεις, σε μία στιγμή μάλιστα που ζητάνε ενίσχυση για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης» πρόσθεσε ο πρόεδρος του ΕΕΑ.

Όπως επεσήμανε , «το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει τονίσει ότι η οποιαδήποτε αυξητική μεταβολή του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνδυάζεται με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους που παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη».

«Σήμερα που η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δίνει αγώνα επιβίωσης λόγω του αυξημένου κόστους λειτουργίας, απαιτούνται στοχευμένα μέτρα που θα μειώσουν τα βάρη και θα δώσουν προοπτικές βιωσιμότητας στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» υπογραμμίζει ο κ. Χατζηθεοδοσίου και συνεχίζει: «Για παράδειγμα, δεν μπορεί να υπάρχουν πλέον μνημονιακές φορολογικές επιβαρύνσεις ή φόροι που αυξήθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο. Αναφέρομαι στο τέλος επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης που πιστεύουμε ότι ήρθε η ώρα να καταργηθούν και ταυτόχρονα να επανέλθει το αφορολόγητο για τις ατομικές επιχειρήσεις και η προκαταβολή φόρου σε προηγούμενα χαμηλότερα επίπεδα. Την ώρα που το ενεργειακό κόστος πιέζει ασφυκτικά τους μικρομεσαίους και οι συνεχείς ανατιμήσεις φέρνουν τους πολίτες στα όρια τους, είναι αναγκαίο να υπάρξουν μέτρα ελάφρυνσης των επιχειρήσεων ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν και να προσφέρουν θέσεις απασχόλησης και έσοδα στα δημόσια ταμεία».

Κορκίδης: Η ελεγχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού δεν ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό

Η ελεγχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού δεν ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό και ίσως είναι το καλύτερο δώρο για όλους τους μισθωτούς το φετινό Πάσχα, δήλωσε ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς, Βασίλης Κορκίδης.

Σύμφωνα με τον κ. Κορκίδη, εκτιμάται πως κάθε αύξηση 1% του κατώτατου μισθού οδηγεί σε αύξηση του μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης στις επιχειρήσεις κατά 0,44%. Άρα, η αύξηση 7,5% του κατώτατου μισθού μεσοσταθμικά επιβαρύνει κατά 3,3% τις 342.000 επιχειρήσεις που είναι εργοδότες, εκ των οποίων το 88,5% δηλαδή οι 258.000 είναι ΜμΕ με 1-10 εργαζόμενους. Σύμφωνα με την ΕΡΓΑΝΗ, η μηνιαία μισθοδοσία μετά την πρώτη αύξηση του κατώτατου μισθού 2% την 1/1/22 κατά μέσο όρο μικτών μηνιαίων αποδοχών ανέρχεται στα 2,47 δισ. ευρώ, που σημαίνει πως το εισόδημα των μισθωτών θα αυξηθεί στα 2,55 δισ. ευρώ μηνιαίως.

Ο κ. Κορκίδης επισήμανε πως η οικονομία είναι κυκλική και εκ των πραγμάτων καθίσταται αναγκαία για την αγορά η παροχή ρευστότητας σε μία χρονική συγκυρία όπου οι πληθωριστικές πιέσεις εξ αιτίας του ενεργειακού κόστους, αλλά και των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας πιέζουν «ασφυκτικά» το οικογενειακό εισόδημα απειλώντας να εξαντλήσουν και τις τελευταίες δυνάμεις της αγοράς που αντιστέκεται. Υπογράμμισε δε πως η ελληνική επιχειρηματικότητα απέναντι στις τρεις βασικές αιτίες του πληθωρισμού, που είναι οι αυξήσεις ενέργειας, μεταφορών και εμπορευμάτων, καλείται να χρησιμοποιήσει αντίστοιχα τρία εθνικά «αντίμετρα άμυνας», που είναι οι επιδοτήσεις λογαριασμών φυσικού αερίου και ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και η αύξηση των μισθών.

Ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ εξήγησε πως το συνολικό κόστος του δώρου του Πάσχα στους εργαζόμενους για τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα εκτιμάται στα 1,2 δισ. ευρώ, με τις συνολικές μεικτές αποδοχές των ασφαλισμένων μισθωτών να ανέρχονται στο 1 δισ. ευρώ, ενώ οι τελικές καθαρές αποδοχές να κυμαίνονται κοντά στα 900 εκατ. ευρώ.

«Οι εργοδότες, παρά τις μεγάλες δυσκολίες στη καταβολή του, ποτέ δεν θεώρησαν το δώρο του Πάσχα, «δώρον-άδωρον», αφού τονώνει την εορταστική κίνηση και όπως πάντα κάθε επιπλέον αμοιβή επιστρέφει πολλαπλασιαστικά στην αγορά. Το ίδιο ισχύει και για την ελεγχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού, που δεν ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό και που ίσως είναι το καλύτερο δώρο για όλους τους μισθωτούς το φετινό Πάσχα» εκτίμησε ο κ. Κορκίδης.