Quantcast

«Καπνός» δεκάδες τρισ. στις αγορές: Η Ελλάδα και το Ταμείο Ανάκαμψης

Όσο πλησιάζει ο χειµώνας, τόσο επιδεινώνεται το κλίµα

Διαδοχικές κρίσεις, πολλαπλασιαζόµενοι κίνδυνοι και ένα πολυσύνθετο και µεταβαλλόµενο τοπίο, που δύσκολα µπορούν ακόµα και οι πιο µυηµένοι να «διαβάσουν».

 

 

 

Αυτή είναι η κατάσταση που επικρατεί σήµερα στην παγκόσµια οικονοµία και στις αγορές και η Ελλάδα δεν θα µπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.

Όσο πλησιάζει ο χειµώνας, τόσο επιδεινώνεται το κλίµα εν αναµονή µεγάλων ανατιµήσεων στο φυσικό αέριο.

Νοικοκυριά και επιχειρήσεις παρακολουθούν µε µεγάλη αγωνία τις εξελίξεις και οι επενδυτές το µόνο που σκέφτονται είναι ασφαλή καταφύγια και τρόπους για να προστατέψουν τα χρήµατά τους.

Η ελληνική οικονομία

Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας τόσο το 2021 όσο και στο α’ εξάµηνο του 2022 δηµιουργεί ένα µαξιλάρι ασφαλείας, ωστόσο µια βαθιά παγκόσµια ύφεση είναι δεδοµένο πως θα την επηρεάσει. Σε ποιον βαθµό, θα κριθεί από το βάθος της ύφεσης διεθνώς, κυρίως στην Ευρώπη και ειδικότερα στη Γερµανία.

Μη έχοντας ακόµη αναβαθµιστεί στην επενδυτική βαθµίδα, την κορυφαία κατηγορία αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους, που ξεκλειδώνει τις εισροές µακροπρόθεσµων επενδυτικών κεφαλαίων, η ελληνική οικονοµία αντιµετωπίζει σοβαρές προκλήσεις. Οι επενδυτές αναγνωρίζουν την πρόοδο που έχει σηµειωθεί σε µια σειρά πεδίων, από τις µεταρρυθµίσεις για τη διευκόλυνση της επιχειρηµατικότητας έως τη µείωση των «κόκκινων» δανείων, όµως µε βάση την πιστοληπτική αξιολόγηση τα ελληνικά assets παραµένουν «υψηλού κινδύνου».

Λαμπερή εξαίρεση η Ελλάδα

Η χώρα µας, από τη µία, αναµένει δεκάδες δισεκατοµµύρια από το Ταµείο Ανάκαµψης και µέχρι στιγµής το πλάνο υλοποιείται κατά γράµµα, ωστόσο το χρήµα ακριβαίνει παγκοσµίως και οι επενδυτικές ροές κατευθύνονται στα πιο ασφαλή καταφύγια.

Η υλοποίηση του Ταµείου Ανάκαµψης θα παίξει ρόλο «κυµατοθραύστη» απέναντι στην ύφεση και γι’ αυτό το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισµού για το 2023 καταρτίστηκε µε πρόβλεψη για ανάπτυξη 5,3% το 2022 και 2,1% το 2023. Σε µια χρονιά που ολόκληρη σχεδόν η οικονοµία της Ευρωζώνης εκτιµάται ότι θα βρεθεί σε ύφεση, η ελληνική οικονοµία ενδέχεται να αποτελέσει λαµπερή εξαίρεση.

Ένα, επίσης, πολύ θετικό στοιχείο είναι η προσήλωση του οικονοµικού επιτελείου της κυβέρνησης στη δηµοσιονοµική πειθαρχία. Ενώ λαµβάνονται µέτρα για την αντιµετώπιση της ενεργειακής κρίσης και θα συνεχίσουν να λαµβάνονται για όσο χρειαστεί, αυτά δεν ξεπερνούν τα δηµοσιονοµικά περιθώρια.

Τι προβλέπεται για το 2023

Για το 2023 το προσχέδιο του Προϋπολογισµού προβλέπει µέτρα στήριξης ύψους 3,2 δισ. ευρώ και πρωτογενές πλεόνασµα έως 0,7% του ΑΕΠ. Είναι ένα ακόµα σηµάδι ότι η Ελλάδα αλλάζει σελίδα και οι επενδυτές το βλέπουν.

Παρ’ όλα αυτά, οι κίνδυνοι διεθνώς µεγαλώνουν και γι’ αυτό βλέπουµε εδώ και έναν µήνα τον Γενικό Δείκτη του Χρηµατιστηρίου Αθηνών να διατηρείται σε στενό εύρος διακύµανσης περίπου 50 µονάδων. Η ανάκαµψη του ελληνικού Χρηµατιστηρίου δεν µπορεί να έρθει χωρίς την επίλυση σηµαντικών ζητηµάτων που απασχολούν τις διεθνείς αγορές, µε βασικότερο το αυξηµένο κόστος χρήµατος.

Οι τιµές των κρατικών οµολόγων καταρρέουν και το ευρώ διολισθαίνει

Με φόντο την ενεργειακή κρίση και την επερχόµενη ύφεση, τα κράτη προετοιµάζονται για µεγάλες παρεµβάσεις, που θα µειώσουν το βάρος για τα νοικοκυριά και θα κρατήσουν όρθιες τις επιχειρήσεις, µε αποτέλεσµα να αυξάνονται οι ανησυχίες για τα υπέρογκα χρέη που θα συσσωρευτούν, και µάλιστα σε εποχή αυξηµένων επιτοκίων. Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο και Κύπρος είναι οι χώρες της Ευρωζώνης µε χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ, ενώ ακόµα και της Γερµανίας ξεπερνά το όριο του 60%.

Οι τιµές των κρατικών οµολόγων καταρρέουν (και οι αποδόσεις τους εκτινάσσονται), καθώς σχεδόν όλα τα νοµίσµατα διολισθαίνουν έναντι του δολαρίου, µε αποτέλεσµα να εξασθενεί η αγοραστική δύναµη των πολιτών παγκοσµίως και να επιδεινώνεται η ακρίβεια που έχει φέρει ο πληθωρισµός.

Η «µπαγκέτα» βρίσκεται στα χέρια των κεντρικών τραπεζών. Οσο συνεχίζουν τις αυξήσεις των επιτοκίων, αυξάνοντας το κόστος του χρήµατος παγκοσµίως, τόσο οι αγορές αντιδρούν, αφού, όπως έχουν αποδείξει, έχουν µεγάλη εξάρτηση από το εύκολο χρήµα και έχουν µάθει να λειτουργούν σε συνθήκες άπλετης ρευστότητας. Οπως ακριβώς συνέβαινε από το 2009 έως το τέλος του 2021.

Η κατάσταση θυµίζει ναρκοπέδιο, καθώς κάθε επενδυτικό βήµα είναι ριψοκίνδυνο. Σε λιγότερο από 10 µήνες εξαϋλώθηκαν γύρω στα 46 τρισ. δολάρια από τις αγορές, εξαιτίας της συντονισµένης και ταυτόχρονα άτακτης κατάρρευσης των αποτιµήσεων στα περισσότερα assets. Η πιο ανησυχητική εξέλιξη είναι ότι η µεταβλητότητα πλήττει πλέον και τα κρατικά οµόλογα, που θεωρούνται µία από τις πιο ασφαλείς επενδυτικές κατηγορίες. Είναι ένα µοτίβο που θυµίζει έντονα περιόδους απόλυτου πανικού, όπως στις αρχές του 2020, όταν ξέσπασε η πανδηµία, και το φθινόπωρο του 2008, µετά την πτώση της Lehman Brothers.

Το µεγάλο ερώτηµα είναι αν µπορούν οι αγορές µε την πτώση τους να πείσουν τις κεντρικές τράπεζες να αλλάξουν πορεία και, αν ναι, πόσο «αίµα» θα χρειαστεί ακόµα πριν επιστρέψουµε σε πιο φυσιολογικές συνθήκες.

Ορισµένοι αναλυτές προειδοποιούν ακόµα και για πολλά χρόνια στασιµότητας στα παγκόσµια χρηµατιστήρια, µε το επιχείρηµα ότι δεν θα είναι εύκολη η έξοδος από την ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια.

Η Morgan Stanley προειδοποιεί ότι η µεγάλη άνοδος του δολαρίου θα αναγκάσει εν τέλει τη Fed να εγκαταλείψει τη στρατηγική αύξησης των επιτοκίων, όµως ακόµα και αυτή η εξέλιξη δεν είναι ικανή για να αποτρέψει την ύφεση τόσο στην οικονοµία, όσο και στα κέρδη των επιχειρήσεων.