JP Morgan: Τέλος οι πιέσεις στο αέριο – Επενδυτικές ευκαιρίες στις μετοχές

Θετική για τις προοπτικές της αγοράς ενέργειας, τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας και άρα στην κερδοφορία των εισηγμένων και την πορεία των μετοχών τους εμφανίζεται η JP Morgan

Θετική για τις προοπτικές της αγοράς ενέργειας, τις επιπτώσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας και άρα στην κερδοφορία των εισηγμένων και την πορεία των μετοχών τους εμφανίζεται η JP Morgan. Εκτιμά πως δεν θα αυξηθούν οι πιέσεις στην αγορά φυσικού αερίου, ενώ η επιδείνωση στα μεγέθη των εισηγμένων θα είναι πολύ μικρότερη από το αυτό που φοβάται η αγορά, και έτσι παρουσιάζονται σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες στις μετοχές.

Ειδικότερα, όπως αναφέρει η JP Morgan, παρά το γεγονός ότι οι τιμές του φυσικού αερίου δεν έχουν ακολουθήσει το γενικότερο sell off που σημειώνουν τα εμπορεύματα το τελευταίο διάστημα, οι προοπτικές δεν είναι απαραίτητα για συνεχή αύξηση των πιέσεων, τώρα που η παροχή του Nord Stream 1 έχει μηδενιστεί επ’ αόριστον. Η άποψή της είναι ότι αν υποτεθεί ότι η μηδενική προμήθεια από τη Ρωσία θα συνεχιστεί, δεν θα υπάρχει ακόμα ανάγκη για αναγκαστικές διακοπές λειτουργίας και οι αποθήκες φυσικού αερίου είναι απίθανο να πέσουν κάτω από το 30% της πληρότητας αυτόν τον χειμώνα. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι μετά τα νέα από τη Ρωσία, οι τιμές του φυσικού αερίου είναι στην πραγματικότητα χαμηλότερες και οι αποθήκες κινούνται με πληρότητα 90%.

Η JP Morgan εξακολουθεί να εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν θα μείνουν στάσιμες και θα ενεργήσουν για να προστατεύσουν τον καταναλωτή και τη βιομηχανία από την αύξηση των τιμών της ενέργειας, με πιθανές συνεχιζόμενες ανακοινώσεις πολιτικής. Για παράδειγμα, η Γερμανία ανακοίνωσε μέτρα ύψους 3% του ΑΕΠ και το Ηνωμένο Βασίλειο 6%. Η αντίδραση της αγοράς στις πρόσφατες ειδήσεις ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θέτει ανώτατο όριο στο κόστος ενέργειας για τους καταναλωτές είναι αξιοσημείωτη, με τις αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων ομολόγων να κινούνται χαμηλότερα.

Σε ό,τι αφορά τις αγορές, εκτιμά πως παρουσιάζονται αρκετές επενδυτικές ευκαιρίες. Εστιάζοντας στην εικόνα της κερδοφορίας των εισηγμένων, όπως σημειώνει η JPM, σε περιόδους ύφεσης συνήθως τείνει να μειώνεται κατά 20-50%, και οι μετοχές κορυφώνονται πριν από την κορύφωση των κερδών ανά μετοχή (EPS) και αγγίζουν τον «πάτο» των αποτιμήσεών τους πριν τον «πάτο» των EPS.

Η κερδοφορία των εισηγμένων και οι εκτιμήσεις για την πορεία της εξακολουθούν να είναι σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που κάνει τους επενδυτές να αισθάνονται πολύ «άβολα», σημειώνει η JPM. Η απόκλιση μεταξύ αναθεωρήσεων EPS και PMI συνεχίζεται, με τις αναθεωρήσεις των EPS να είναι πολύ καλύτερες από τις αρκετά αποδυναμωμένες εκτιμήσεις για τους PMI, κάτι που δεν έχει προηγούμενο ιστορικά., τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα. «Πιστεύουμε ότι αυτό μπορεί να συνεχιστεί, έτσι οποιαδήποτε πτώση κερδών θα μπορούσε να είναι μικρότερη από αυτή που είναι τυπική σε μια ύφεση», όπως επισημαίνει. Ο εταιρικός τομέας αυτή τη φορά επωφελείται από την ισχυρή ανάπτυξη των εσόδων και η συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ θα αντισταθμιστεί από τη συνεχιζόμενη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Παράλληλα, όπως προσθέτει, το κόστος χρηματοδότησης και οι πιστωτικές ροές θα είναι καλύτερες από τον ιστορικό μέσο όρο.

Εάν οποιαδήποτε πιθανή πτώση των EPS είναι της τάξης του 10-15%, αντί του 20-50%, τότε οι τρέχοντες δείκτες P/E των διεθνών μετοχών – που είναι στο 9-11x με discount έναντι του ιστορικού μέσου όρου του 13x – τότε οι μετοχές θα αποτελέσουν σημαντική επενδυτική ευκαιρία, όπως εκτιμά η JPM.

Έτσι, σε ό,τι αφορά στην επενδυτική της στάση, η JP Morgan συνεχίζει να είναι overweight στις μετοχές «αξίας» έναντι των μετοχών «ανάπτυξης», αναμένοντας περαιτέρω άνοδο έπειτα από το +20% που έχουν σημειώσει τους τελευταίους έξι μήνες. Είναι γενικότερα overweight στις αναδυόμενες αγορές, ενώ στις ανεπτυγμένες αγορές, το μεγάλο της overweight παραμένει το Ηνωμένο Βασίλειο και overweight στάση τηρεί και για την αγορά της ευρωζώνης.

Σε ό,τι αφορά στους κλάδους, εκτιμά πως οι καταναλωτικοί κλάδοι, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, οι αεροπορικές εταιρείες και το λιανικό εμπόριο – οι οποίοι και έχουν υποαποδώσει από την έναρξη της σύγκρουσης στην Ουκρανία – έχουν ήδη αποτιμήσει μία πολύ χειρότερη έκβαση για την οικονομία από την αναμενόμενη. Τέλος, overweight στάση τηρεί επίσης για τις τράπεζες, καθώς και τον κλάδο της ενέργειας, ενώ αποφεύγει τον κλάδο της Υγείας.