Η ΕΕ θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να επιβιώσει από μία μεγάλης κλίμακας διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, αλλά με σημαντικό οικονομικό κόστος. Αυτό επισημαίνει η ανάλυση της δεξαμενής σκέψης των Βρυξελλών «Bruegel» που δόθηκε στη δημοσιότητα, με τίτλο: «Μπορεί η Ευρώπη να επιβιώσει ανώδυνα χωρίς ρωσικό αέριο;».
Σύμφωνα με την ανάλυση του Bruegel, η Ρωσία ήταν ιστορικά ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της EE. Μετά τις διαφωνίες Ρωσίας-Ουκρανίας-Ευρώπης του 2006 και του 2009 για το φυσικό αέριο, που ακολουθήθηκαν από την ουκρανική κρίση του 2013-14, η ΕΕ επιδίωξε να μειώσει την εξάρτησή της από τις εισαγωγές φυσικού αερίου της Ρωσίας. Ωστόσο, η Ρωσία συνεχίζει να προμηθεύει περίπου το 40% της κατανάλωσης φυσικού αερίου της ΕΕ.
Καθώς η απειλή μιας ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία εντείνεται, τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ εξετάζουν σχέδια έκτακτης ανάγκης σε περίπτωση περαιτέρω μείωσης ή, στο χειρότερο σενάριο, πλήρους διακοπής των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ. «Εάν συμβεί αυτό, θα μπορούσε η Ευρώπη να αντικαταστήσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα και τους επόμενους δύο χειμώνες; Ό,τι κι αν συμβεί, η πιο αποτελεσματική λύση απαιτεί προσαρμογές από την πλευρά της ζήτησης για τη μείωση της εξάρτησης από το φυσικό αέριο, αντί να αντικατασταθεί απλώς το ρωσικό αέριο με εισαγωγές από άλλη χώρα», επισημαίνει το Bruegel.
To Bruegel παρουσιάζει την κατάσταση του εφοδιασμού με φυσικό αέριο αυτόν τον χειμώνα: Στα τέλη του 2021 εμφανίστηκε μια δραματική εικόνα, με το ισοζύγιο φυσικού αερίου της Ευρώπης για το χειμώνα να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ρωσικές προμήθειες και τις ήπιες καιρικές συνθήκες. Μέχρι στιγμής, τρεις κύριοι παράγοντες απέτρεψαν το χειρότερο σενάριο: Πρώτον, μια ισχυρή αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Δεύτερον, ο «χειμερινός κίνδυνος» από εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες δεν έχει υλοποιηθεί. Τρίτον, συνέχιση των συμβατικών προμηθειών από τη Ρωσία, ύψους 18 TWh/εβδομάδα. Ως αποτέλεσμα, στις 24 Ιανουαρίου 2022, τα επίπεδα αποθήκευσης ήταν 42%, σε σύγκριση με 56% την ίδια περίοδο του έτους μεταξύ 2015 και 2020.
Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχουν τρία σενάρια:
Εάν η Ρωσία και όλοι οι άλλοι προμηθευτές συνεχίσουν να προμηθεύουν στα τρέχοντα επίπεδα, που συνεπάγονται ιστορικά υψηλά επίπεδα εισαγωγών LNG και η ζήτηση φυσικού αερίου παραμείνει σύμφωνη με τον μέσο όρο της περιόδου 2015-2020, τότε η αποθήκευση σε ολόκληρη την ΕΕ θα φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο των περίπου 320 TWh τον Απρίλιο του 2022.
Εάν η Ρωσία κόψει τις προμήθειες στις αρχές Φεβρουαρίου, η αποθήκευση θα φτάσει στο ελάχιστο επίπεδο των 140 TWh τον Απρίλιο του 2022.
Εάν, εκτός από τη μείωση της προμήθειας από τη Ρωσία, ο καιρός είναι εξαιρετικά κρύος, τότε τα αποθέματα σε όλη την ΕΕ θα εξαντληθούν έως τα τέλη Μαρτίου 2022.
Επομένως, βραχυπρόθεσμα, σύμφωνα με το Bruegel, η ΕΕ πιθανότατα θα μπορέσει να επιβιώσει από μια δραματική διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου.
Ωστόσο, η εικόνα γίνεται πιο περίπλοκη όταν ληφθούν υπόψη οι περιπλοκές των επιμέρους οικονομικών, τεχνικών και πολιτικών αγορών φυσικού αερίου σε ολόκληρη την ΕΕ. ‘Αλλες είναι οι προκλήσεις στην Ιβηρική χερσόνησο, άλλες στη βορειοδυτική κεντρική αγορά και άλλες στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.
Επιπλέον, «αυτό που είναι τεχνικά εφικτό μπορεί να μην είναι εφικτό πολιτικά», επισημαίνει το Bruegel.
Στο ερώτημα «ποιες άλλες επιλογές προμήθειας θα ήταν διαθέσιμες για την ΕΕ», το Bruegel απαντά: Η υπάρχουσα υποδομή επιτρέπει πρόσθετους όγκους εισαγωγών από τη Νορβηγία και τη Βόρεια Αφρική και επιπλέον όγκους LNG, οι οποίοι μαζί (17 TWh/εβδομάδα) θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τις τρέχουσες (χαμηλές) εισαγωγές από τη Ρωσία (18 TWh/εβδομάδα). Ορισμένος όγκος αερίου διατηρείται επίσης μόνιμα σε υπόγεια αποθήκευση για να διατηρείται επαρκής πίεση κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ο Economist επικαλέστηκε αναλυτές της Wood McKenzie που πιστεύουν ότι έως και το 10% αυτού του αερίου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Ως εκ τούτου, χωρίς μέτρα από την πλευρά της ζήτησης, η πλήρης διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ορισμένες χώρες της ΕΕ να υποχρεωθούν να λάβουν έκτακτα μέτρα πριν από το τέλος του τρέχοντος χειμώνα.
Στο ερώτημα, «τι θα συμβεί αν οι προμήθειες ρωσικού φυσικού αερίου σταματήσουν για χρόνια», το Bruegel εκτιμά ότι «το να ξεπεράσουμε τον μισό χειμώνα χωρίς ρωσικές εισαγωγές θα ήταν δύσκολο, αλλά η λειτουργία της ευρωπαϊκής οικονομίας για αρκετά χρόνια χωρίς ρωσικό αέριο θα ήταν τεράστια πρόκληση».
Το 2021, οι εξαγωγές φυσικού αερίου της Ρωσίας στην ΕΕ ανήλθαν σε 1.550 TWh μέσω αγωγού και περίπου 120 TWh μέσω LNG. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 1.700 TWh θα πρέπει να αντικατασταθούν εάν η Ρωσία σταματήσει εντελώς τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρώπη.
Όσον αφορά τις εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ, φαίνεται να υπάρχει σημαντική αχρησιμοποίητη δυναμικότητα εισαγωγής από τη Νορβηγία, τη Βόρεια Αφρική και το Αζερμπαιτζάν, και άλλων, σύμφωνα με το Bruegel. Ωστόσο, η χρήση όλης της διαθέσιμης ικανότητας εισαγωγής δεν είναι ρεαλιστική για αρκετούς λόγους (π.χ. η ικανότητα υγροποίησης είναι περιορισμένη, υπάρχουν οικονομικά και νομικά ζητήματα, οι τιμές LNG είναι υψηλές, κτλ.)
Το Bruegel καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, μέχρι το καλοκαίρι, η ΕΕ θα μπορούσε πιθανότατα να επιβιώσει από μία μεγάλης κλίμακας διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, με βάση έναν συνδυασμό αυξημένων εισαγωγών LNG (στον περιορισμένο βαθμό που αυτό είναι τεχνικά δυνατό) και μέτρων από την πλευρά της ζήτησης, όπως οι περικοπές βιομηχανικού αερίου. Ωστόσο, αυτό θα είχε κόστος για την οικονομία της ΕΕ και μπορεί ακόμη και να οδηγήσει ορισμένες χώρες (όσες είναι πιο εκτεθειμένες στο ρωσικό αέριο και λιγότερο διασυνδεδεμένες με άλλες χώρες της ΕΕ) να πρέπει να λάβουν έκτακτα μέτρα.
«Ωστόσο, εάν η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου παραταθεί στους επόμενους χειμώνες, θα ήταν πιο δύσκολο για την ΕΕ να το αντιμετωπίσει» τονίζει η δεξαμενή σκέψης. «Από την πλευρά της προσφοράς είναι διαθέσιμη κάποια πλεονάζουσα ικανότητα εισαγωγής, αλλά η επίτευξη της κλίμακας που απαιτείται για την πλήρη αντικατάσταση των ρωσικών όγκων θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση πολύ ακριβή και στη χειρότερη φυσικά αδύνατη. Οι περιοριστικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τους παγκόσμιους περιορισμούς ικανότητας υγροποίησης, τις υπάρχουσες υποχρεώσεις στην τρέχουσα αγορά LNG και τις εμπορικές ευκαιρίες στις χώρες παραγωγής σε σχέση με την εκτροπή των αποστολών μακριά από την Ασία», λέει το Bruegel.
Τέλος, εκτιμάται ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις στις τιμές και δευτερογενείς επιπτώσεις στις φτωχότερες χώρες. «Η ΕΕ θα πρέπει να καταφύγει σε μέτρα από την πλευρά της ζήτησης, τα οποία θα αποδεικνύονταν επώδυνα για διαφορετικές χώρες/περιφέρειες. Αυτό θα εγείρει ερωτήματα σχετικά με το πώς να μοιραστεί δίκαια το βάρος. Θα έπρεπε να ληφθούν δύσκολες και δαπανηρές αποφάσεις για τη διαχείριση της κατάστασης με εύρυθμο τρόπο», καταλήγει το Bruegel.