Quantcast

ΙΝΕ – ΓΣΕΕ: Ποιες είναι οι νέες εστίες αστάθειας στην οικονομία

Το 2021 η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ παρουσίασε την ετήσια έκθεσή του για την οικονομία και την απασχόληση, επισημαίνοντας ότι η πανδημία, η ακρίβεια και ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί νέες εστίες οικονομικής και κοινωνικής αστάθειας.

 

Η ελληνική οικονομία, πριν προλάβει να επιστρέψει στην προ πανδημίας κατάσταση, βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα αποσταθεροποιητική διαταραχή με επίκεντρο τις τιμές της ενέργειας, των πρώτων υλών και των βασικών αγαθών διατροφής. Η διαταραχή αυτή πλήττει άμεσα την πλευρά της προσφοράς και έμμεσα, μέσω των διανεμητικών επιδράσεων του πληθωρισμού, την πλευρά της ζήτησης αυξάνοντας τον κίνδυνο σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας.

Το 2021 η Ελλάδα ανέκαμψε από το σοκ της πανδημίας, αν και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολειπόταν του επιπέδου του 2019 κατά περίπου 1%. Ωστόσο, συνυπολογίζοντας και το κόστος διαβίωσης, η Ελλάδα είχε το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην ΕΕ. Επιπλέον, ήταν το μόνο κράτος-μέλος στο οποίο το συγκεκριμένο μέγεθος βρισκόταν χαμηλότερα του αντίστοιχου επιπέδου του 2007. Το εύρημα αυτό αποκαλύπτει τη δραματική συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειονότητας των Ελλήνων, επισημαίνεται.

Το β’ εξάμηνο του 2021 η κατανάλωση ξεπέρασε οριακά το επίπεδο του αντίστοιχου τριμήνου του 2019. Η εξέλιξή της το προσεχές διάστημα θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος και κυρίως από την επίδραση της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Παρά το γεγονός ότι τα κέρδη των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν σε σχέση με το 2019, η ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων δεν ήταν της ίδιας τάξης. Το μέγεθος της μεταβολής και η κλαδική διάρθρωσή τους δεν συνθέτουν ισχυρή ένδειξη μακροοικονομικού και παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας.

Η ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων το γ’ τρίμηνο του 2022 θα καθορίσει τις εξαγωγικές επιδόσεις της οικονομίας, καθώς οι εξαγωγές προϊόντων δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την πανδημική κρίση. Αξιοσημείωτη ήταν όμως η αύξηση των εισαγωγών προϊόντων, και ειδικότερα των εισαγωγών ενδιάμεσων προϊόντων, τα οποία μέχρι και τον Ιανουάριο του 2022 κατέγραφαν έλλειμμα μεγαλύτερο από του 2010 αναδεικνύοντας την αδύναμη παραγωγική διάρθρωση της οικονομίας και τη μεγάλη εισαγωγική της εξάρτηση.

Το δ’ τρίμηνο του 2021 η Ελλάδα είχε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην ΕΕ. Παράλληλα, για τα τελευταία έτη οι δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας καταγράφουν στασιμότητα ή επιδείνωση. Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι ένδειξη της ανάγκης για άμεση ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση και αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος, με τρόπο που να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η επάρκεια και η αυτάρκειά της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά. Οι νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες επιβάλλουν τη διαμόρφωση μιας εξελικτικής βιομηχανικής πολιτικής στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των εγχώριων αλυσίδων αξίας, της αειφόρου παραγωγής υγιεινών και ασφαλών τροφίμων και της διαφοροποίησης της παραγωγής σε συνδυασμό με μια στρατηγική διαχείρισης αποθεμάτων. Το όφελος θα είναι η δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, βιώσιμης και ανθεκτικής ελληνικής οικονομίας.

Το 2021 χαρακτηρίστηκε από έντονες δημοσιονομικές πιέσεις που προστέθηκαν σε εκείνες που άφησε πίσω του το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης. Παρά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, το έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στο 7,4% του ΑΕΠ, το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το ίδιο διάστημα, το πρωτογενές έλλειμμα διαμορφώθηκε στο 4,9% του ΑΕΠ, το πέμπτο υψηλότερο στην Ευρωζώνη.

Παρά την αύξηση των πρωτογενών δαπανών του Δημοσίου την περίοδο της πανδημίας, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών σε αυτές ανήλθε το 2021 στο 41,2%, καταγράφοντας πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του 2019, που είναι η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στα συνολικά έσοδά της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές μεταξύ των 19 κρατών μελών της Ευρωζώνης. Η εξέλιξη αυτή συμβάλλει στη διατήρηση του δείκτη χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας του Δημοσίου σε σχετικά υψηλά επίπεδα συγκριτικά με τις περισσότερες οικονομίες της Ευρωζώνης.

Η μετάβαση της οικονομίας σε καθεστώς υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων τη διετία 2020-2021 επιβάρυνε σημαντικά το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας. Ειδικότερα, το 2021 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε στα 353,4 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 12.256 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το 2020. Παράλληλα, ο δείκτης φερεγγυότητας κατήλθε το 2020 και το 2021 στο χρηματοοικονομικά εύθραυστο καθεστώς ultra-Ponzi. Σε αυτό το καθεστώς θα παραμείνει και το 2022, δεδομένης της πρόβλεψης για έλλειμμα του ισοζυγίου της Γενικής Κυβέρνησης ύψους -4,3% του ΑΕΠ.

Οι προοπτικές χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης του δημόσιου τομέα το προσεχές διάστημα προϋποθέτουν συνετή δημοσιονομική διαχείριση. Η δημοσιονομικά ευάλωτη ελληνική οικονομία, η εμπειρία της διαχείρισης και των συνεπειών της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστούν επιβεβλημένη την αποφυγή δημιουργίας συνθηκών μιας νέας δημοσιονομικής περιπέτειας.

Το εξωτερικό χρέος της οικονομίας παρουσιάζει σταθερή άνοδο, με την Ελλάδα να έχει το 2021 το τρίτο υψηλότερο καθαρό εξωτερικό χρέος στην ΕΕ. Ταυτόχρονα, το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε τη μεγαλύτερη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση στην ΕΕ (-175% του ΑΕΠ), με μεγάλη διαφορά από τη δεύτερη χειρότερη Ιρλανδία.