Quantcast

ICAP: Ο πληθωρισμός πρόκληση για τον κλάδο των τυποποιημένων σνακ

Οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις, οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και των μεταφορών, οι οποίες σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος έχουν ήδη οδηγήσει σε ανατιμήσεις αρκετά τρόφιμα

Μεγάλη πρόκληση για τον κλάδο των τυποποιημένων μπισκότων, κρουασάν και αλμυρών σνακ, κυρίως την τρέχουσα περίοδο, αποτελούν οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις, οι μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και των μεταφορών, οι οποίες σε συνδυασμό με το αυξημένο ενεργειακό κόστος έχουν ήδη οδηγήσει σε ανατιμήσεις αρκετά τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένων και των τυποποιημένων ειδών.

Τα παραπάνω επισημαίνονται σε κλαδική μελέτη που πραγματοποίησε η ICAP CRIF. Παρ’ όλα αυτά, με βάση τις εκτιμήσεις της ICAP CRIF, το 2022 η εγχώρια κατανάλωση των τυποποιημένων μπισκότων, κρουασάν και αλμυρών σνακ εκτιμάται πως θα σημειώσει άνοδο της τάξης του 2%.

Ο παραγωγικός τομέας των τυποποιημένων μπισκότων αποτελείται από λίγες, μεγάλου μεγέθους βιομηχανικές μονάδες, καθώς και από ορισμένες μικρότερες επιχειρήσεις, βιοτεχνικού κατά κύριο λόγο χαρακτήρα, οι οποίες απευθύνονται κυρίως σε τοπικές αγορές. Οι εισαγωγικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο των ειδών διατροφής και ασχολούνται παράλληλα με την εισαγωγή και άλλων τυποποιημένων προϊόντων. Η ζήτηση για τυποποιημένα μπισκότα καλύπτεται κυρίως από τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Η εισαγωγική διείσδυση του κλάδου διαμορφώθηκε την διετία 2020-2021 σε 16% περίπου, ενώ η εξαγωγική επίδοση υπολογίζεται στο 28% περίπου το 2021. Η Ελένη Δεμερτζή, senior manager της διεύθυνσης οικονομικών και κλαδικών μελετών της ICAP CRIF, επισημαίνει ότι ο όγκος της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης μπισκότων εμφάνισε ελαφρά άνοδο την τριετία 2018-2020, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3%, ενώ το 2021 μειώθηκε περίπου κατά 3%.

Η εγχώρια αγορά τυποποιημένων κρουασάν απαρτίζεται από λίγες παραγωγικές εταιρείες μεγάλου μεγέθους, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο των ειδών διατροφής, καθώς διαθέτουν και άλλα παρεμφερή ή μη προϊόντα, όπως μπισκότα, σνακ, προϊόντα ζύμης κλπ. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και ορισμένες μικρότερου μεγέθους παραγωγικές μονάδες, οι οποίες διοχετεύουν τα προϊόντα τους, σε μεγάλο βαθμό, σε τοπικές ή «κλειστές» αγορές. Η ζήτηση καλύπτεται αποκλειστικά από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι δεν πραγματοποιούνται εισαγωγές τυποποιημένων κρουασάν καθώς σε πολλές χώρες της Ευρώπης το κρουασάν διατίθεται κυρίως σε νωπή (φρέσκια) μορφή από αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία κα. Μέρος της εγχώριας παραγωγής διατίθεται στο εξωτερικό, με την εξαγωγική επίδοση του κλάδου να κυμαίνεται περίπου στο 21% την περίοδο 2020- 2021. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Παναγιώτης Μανέτας, Consultant της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP CRIF, ο οποίος επιμελήθηκε την εν λόγω μελέτη, η εγχώρια κατανάλωση των τυποποιημένων κρουασάν αυξήθηκε την περίοδο 2018-2019, ενώ την επόμενη διετία (2020-2021) παρουσίασε πτώση με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής της τάξης του -4%.

Ο παραγωγικός τομέας των αλμυρών σνακ αποτελείται από λίγες, μεγάλου μεγέθους βιομηχανικές μονάδες καθώς και μερικές εισαγωγικές εταιρείες. Η ζήτηση για τυποποιημένα αλμυρά σνακ καλύπτεται κυρίως από τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα. Η εισαγωγική διείσδυση του κλάδου διαμορφώθηκε την διετία 2020-2021 σε 27%, ενώ η εξαγωγική επίδοση υπολογίζεται στο 21% περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα. Η εγχώρια κατανάλωση αλμυρών σνακ (τσιπς & μορφοποιημένων) ακολούθησε ανοδική πορεία την τριετία 2018-2020 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4%. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και το 2021 σημειώνοντας μικρή άνοδο κατά 1,3%.

Σύμφωνα με την ICAP CRIF η εμφάνιση της πανδημίας Covid-19 η οποία έπληξε και την ελληνική επικράτεια από τον Μάρτιο του 2020, δεν επηρέασε αρνητικά την εγχώρια αγορά των τυποποιημένων μπισκότων και αλμυρών σνακ, σε αντίθεση με την αγορά των κρουασάν η οποία εμφάνισε πτώση. Σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης της ICAP CRIF, o βαθμός συγκέντρωσης στις τρεις επιμέρους αγορές (μπισκότα-κρουασάν-αλμυρά σνακ) είναι ιδιαίτερα υψηλός, καθώς λίγες εταιρείες μεγάλου μεγέθους καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης. Οι εταιρείες αυτές διαθέτουν οργανωμένα δίκτυα διανομής, τα οποία καλύπτουν όλη την επικράτεια. Τα εξεταζόμενα προϊόντα διατίθενται στην αγορά τόσο από το κανάλι FOOD (σουπερμάρκετ, παντοπωλεία κ.α), όσο και από το κανάλι CTN (περίπτερα, καταστήματα ιλικών κ.α).

Στο πλαίσιο της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση για τις τρεις επιμέρους αγορές (μπισκότα, κρουασάν-αλμυρά σνακ) βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών και συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός πενταετίας (2016-2020) βάσει δείγματος αντιπροσωπευτικών παραγωγικών επιχειρήσεων των συγκεκριμένων κλάδων. Από την ανάλυση του ομαδοποιημένου ισολογισμού, προκύπτουν τα εξής: Αναφορικά με την αγορά των τυποποιημένων μπισκότων, ο συνολικός κύκλος εργασιών των 6 επιχειρήσεων του δείγματος ακολούθησε ανοδική πορεία την 5-ετία 2016-2020, παρουσιάζοντας σωρευτική αύξηση 22,9% το 2020/2016. Παρόμοια πορεία ακολούθησαν και τα μικτά κέρδη, καταγράφοντας αντίστοιχη αύξηση 24,9%. Τόσο το λειτουργικό όσο και το καθαρό αποτέλεσμα ήταν θετικά καθ΄ όλη την πενταετία, σημειώνοντας σημαντική αύξηση την εξεταζόμενη περίοδο. Τα κέρδη (προ φόρου εισοδήματος) υπερδιπλασιάστηκαν το 2020 σε σχέση με το 2016. Όσον αφορά την αγορά των τυποποιημένων κρουασάν, οι συνολικές πωλήσεις των 5 επιχειρήσεων του δείγματος εμφάνισαν ανοδικές τάσεις την 2-ετία 2017-2018, ενώ την περίοδο 2019-2020 παρουσίασαν καθοδική πορεία (-6,2% το 2020/2016). Αύξηση εμφάνισαν τα μικτά κέρδη την τριετία 2017-2019, ενώ το 2020 μειώθηκαν καταγράφοντας όμως σωρευτική αύξηση 10,4% την εξεταζόμενη πενταετία. Τόσο το λειτουργικό όσο και το καθαρό αποτέλεσμα ήταν θετικά καθ΄ όλη την πενταετία, καταγράφοντας ωστόσο σημαντικές ετήσιες αυξομειώσεις. Σχετικά με τον κλάδο των αλμυρών σνακ, ο συνολικός κύκλος εργασιών των 5 επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε διαχρονική αύξηση την 5-ετία 2016-2020 (σωρευτική αύξηση 31,7% το 2020/2016). Ανοδική πορεία ακολούθησαν και τα μικτά κέρδη, καταγράφοντας σωρευτική αύξηση 28,7% την εξεταζόμενη πενταετία. Τόσο το λειτουργικό όσο και το καθαρό αποτέλεσμα ήταν θετικά όλα τα έτη, καταγράφοντας σημαντικές ετήσιες αυξήσεις την τελευταία τριετία.