Οι τελευταίες αναµνήσεις που έχουµε από τη συµµετοχή των Φιλελευθέρων (FPD) στη γερµανική κυβέρνηση πηγαίνουν πίσω στην εποχή του πρώτου Μνηµονίου. Ηταν τότε που ο επικεφαλής του κόµµατος, ο αποθανών πλέον Γκ. Βεστερβέλε, ως αντικαγκελάριος της Αγκ. Μέρκελ και υπουργός Εξωτερικών, συναγωνιζόταν πολλές φορές µε τον Β. Σόιµπλε για το ποιος θα «καρφώσει» πιο δυνατά την Ελλάδα.
Η ανάληψη του χαρτοφυλακίου των οικονοµικών από τον σηµερινό επικεφαλής των Φιλελευθέρων µάλλον δεν πανηγυρίστηκε στην Αθήνα – και όχι µόνο. Ο Κ. Λίντνερ έχει δώσει προ πολλού τα διαπιστευτήριά του. Θιασώτης της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας, µε σκληρές θέσεις για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, «υπόσχεται» ιδιαιτέρως «θερµές» συζητήσεις στο Eurogroup, όπου τους επόµενους µήνες θα πρέπει να αποφασιστεί το «λίφτινγκ» στο Σύµφωνο Σταθερότητας και η γραµµή που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι εθνικές κυβερνήσεις από το 2023 και µετά.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι, πέρα από την επανεµφάνιση ενός «γερακιού» στο γερµανικό υπουργείο Οικονοµικών, στο συµφωνητικό για τον σχηµατισµό της κυβέρνησης συνεργασίας µεταξύ Σοσιαλδηµοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων υπάρχει και η δέσµευση για επιστροφή στους αυστηρούς κανόνες για το χρέος από το 2023.
Στην Αθήνα είχαν κατά νου εδώ και καιρό ότι οι διαβουλεύσεις για τους δηµοσιονοµικούς κανόνες δεν θα είναι υγιεινός περίπατος, όπως λίγο έως πολύ υπονοούσαν όσοι έβλεπαν ισχυρή συµµαχία του Νότου και υποτιµούσαν το πάντα συµπαγές µπλοκ των Βορείων, η επιρροή του οποίου έγινε εµφανής κσι στις αποφάσεις για το Ταµείο Ανάκαµψης.
Αυτό ακριβώς το πνεύµα διαπνέει τον Προϋπολογισµό του 2022. Με «ουρές» περίπου 3,3 δισ. ευρώ για µέτρα στήριξης απέναντι στις επιπτώσεις της πανδηµίας και µε άγνωστο «Χ» το πώς θα εξελιχθεί η ενεργειακή κρίση, το δηµοσιονοµικό πλάνο προβλέπει πρωτογενές έλλειµµα περίπου 2,3 δισ. ευρώ, δηλαδή 1,2% του ΑΕΠ. Η παγίδα θα ήταν να µπει η κυβέρνηση σε µια λογική «χαλάρωσης» και παροχών πριν από την εκλογική χρονιά του 2023, αφού και το 2022 ισχύει η ρήτρα διαφυγής από τους κανόνες των πλεονασµάτων.
Ωστόσο, τα «τροχιοδεικτικά» από τις Βρυξέλλες για συµµάζεµα των ελλειµµάτων που δηµιούργησε η πανδηµία ισχυροποίησαν τη «γραµµή» του υπουργείου Οικονοµικών για συντηρητικές κινήσεις στο δηµοσιονοµικό πεδίο τώρα, ώστε να δηµιουργηθεί η «µαγιά» των µόνιµων φοροελαφρύνσεων στον Προϋπολογισµό του 2023.
Απίστευτο rebound
Αναµφίβολα, η στρατηγική αυτή ενισχύεται από το απίστευτο «rebound» της ελληνικής οικονοµίας, που εξέπληξε φίλους και εχθρούς. ∆ιαψεύδοντας τις Κασσάνδρες, που ήθελαν την Ελλάδα να παγιδεύεται σε έναν νέο φαύλο κύκλο εσωστρέφειας, µε ορατό τον κίνδυνο ακόµα και για µνηµονιακού τύπου πολιτικές λιτότητας τα επόµενα χρόνια, η οικονοµία ανέπτυξε δυναµική επέκτασης µέχρι και πάνω από το 6,9% που τελικά ενσωµάτωσε ο Προϋπολογισµός.
Ακόµα κι έτσι, καλύπτεται το 70% της ζηµιάς της πανδηµίας, ενώ µε την επίσης συντηρητική πρόβλεψη για 4,5% το 2022 µπαίνουν οι βάσεις για ρυθµούς ανάπτυξης στα επίπεδα του 3% για τη δεκαετία, µε την αξιοποίηση των σχεδόν 100 δισ. ευρώ από Ταµείο Ανάκαµψης, ΕΣΠΑ και ιδιωτικά κεφάλαια.
Στο οικονοµικό επιτελείο και στο Μέγαρο Μαξίµου γνωρίζουν, φυσικά, ότι οι µακροοικονοµικοί δείκτες δεν λένε και πολλά πράγµατα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που βρίσκονται αντιµέτωπα µε την αβεβαιότητα της πρωτοφανούς ενεργειακής κρίσης. Τα επίσηµα στοιχεία δείχνουν ενίσχυση του διαθέσιµου εισοδήµατος κατά περίπου 7%, ωστόσο ούτε αυτό αρκεί από µόνο του, αν µπει στη ζυγαριά µε τις πιεστικές ανατιµήσεις στην ενέργεια και στο «καλάθι της νοικοκυράς».
Ερευνα της ΓΣΕΕ δείχνει ότι τον Οκτώβριο µόνο η αύξηση της τιµής των εξόδων στέγασης, µεταφοράς, τροφίµων και µη αλκοολούχων ποτών µείωσε την αγοραστική δύναµη του κατώτατου µισθού κατά 7,4%, ενώ οι συνεχιζόµενες αυξήσεις στην τιµή της ενέργειας το πρώτο µισό του Νοεµβρίου αυξάνουν τη διάβρωση της αγοραστικής του δύναµης κοντά στο 10%.
Ηδη στον Προϋπολογισµό του 2022 έχει προβλεφθεί η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης, καθώς και η διατήρηση των µειωµένων ασφαλιστικών εισφορών, µε ένα κόστος που φτάνει στα 1,6 δισ. ευρώ, ενώ, πέρα από την αύξηση του κατώτατου µισθού κατά 2% από τις αρχές του Ιανουαρίου, δροµολογείται δεύτερη αύξησή του κατά 5%-6% από τις αρχές του Αυγούστου, για να φτάσει στα επίπεδα των 700 ευρώ.
Παράλληλα, τα συναρµόδια υπουργεία Οικονοµικών και Ενέργειας σχεδιάζουν το «Plan B» για το σφόδρα πιθανό ενδεχόµενο παράτασης της ενεργειακής κρίσης.
Από τη µια, ένας µόνιµος µηχανισµός θα εξισορροπεί τις ανατιµήσεις µε αυξοµειούµενες επιδοτήσεις στους λογαριασµούς του ρεύµατος µε πόρους από το Ταµείο Μετάβασης, ενώ από την άλλη σχεδιάζονται ειδικές απαλλαγές για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, που αντιµετωπίζουν τροµακτική αύξηση του κόστους παραγωγής.
Πηγη: parapolitika.gr